Πάλι καλά που στη χώρα της βιασύνης, της κρίσης στο πόδι, ο Βαγγέλης Παυλίδης δεν είναι μέρος της καθημερινότητας της.
Πάλι καλά, που όταν τον πρωτοδιαβάσαμε πριν ένα μήνα στης κλήσεις της Εθνικής, δεν ζούσε ανάμεσα μας γιατί και ο ίδιος θ’ αναρωτιόνταν όχι αν είναι καλός, αλλά αν ακόμη ακόμα παίζει ποδόσφαιρο.
Πάλι καλά που σήμερα πήρε το αεροπλάνο για να επιστρέψει στο Τίλμπουργκ, γιατί πολύ δεν θα ήθελε να πιστέψει πως είναι καλύτερος του μεγάλου του ειδώλου, του Λουίς Σουάρες.
Δεν είναι και δεν θα γίνει. Το ξέρει. Αυτό έχτισε, τον ρεαλισμό, την αποφυγή των εύκολων συμπερασμάτων, όταν πήρε την (οικογενειακή) απόφαση, στα 16 του να φύγει από την πατρική εστία στη Θεσσαλονίκη, αφήνοντας τους «Μπέμπηδες», τη φυτωριακή ομάδα που είναι και η μόνη που αγωνίστηκε στην Ελλάδα και την προοπτική να συνεχίσει σε κάποια άλλα τσικό επαγγελματικών συλλόγων, για να πάρει τον δρόμο της ξενιτιάς.
Το ν’ αναζητήσεις κοινά στοιχεία για έναν έφηβο ανάμεσα στο περιβάλλον που μεγάλωσε και την Βεστφαλία όπου μετακόμισε για χάρη της Μπόχουμ στα 16 είναι σαν να συγκρίνεις τη ζωή στη Γη και στον Άρη. Ακόμη και στα βασικά, στο σπίτι, μένοντας με την οικογένεια του συμπαίκτη του στους «γαλανόλευκους» του Μπόχουμ, Λίρον Πέρετζ, ήταν μια τελείως διαφορετική διαδικασία.
Δεν πήγε, όμως, εκεί για… Erasmus. Πήγε για να γίνει επαγγελματίας, για να πάρει εφόδια στη δουλειά του καλύτερα απ’ αυτά που θα έβρισκε στην πατρίδα.
Έμαθε τα γερμανικά, περνούσε γρήγορα τις… τάξεις στο ποδόσφαιρο, δείχνοντας αξιοζήλευτη προσαρμοστικότητα σε όσα του ζητούσαν, ψάχνοντας κι αυτός να βρει που του ταιριάζει καλύτερα στο γήπεδο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ – Παπαδόπουλος: «Υποβιβάστηκε» στην Κ21 του Αμβούργου
Επιθετικός κορυφής, πίσω του, στα άκρα; Παντού δοκιμάστηκε. Παντού πήρε την πρώτη ύλη για να προσαρμοστεί στις κατά καιρούς απαιτήσεις.
Όπως όλοι, το σημείο… καμπής περίμενε, το σημείο εκείνο που η καριέρα του θ’ άφηνε μια και καλή το επίπεδο της εκμάθησης και θα έμπαινε σε ρότα κορυφαίου επιπέδου.
Δεν ήρθε νωρίς. Ήρθε, όμως, γρηγορότερα -κι αυτό είναι το μόνο σίγουρο- απ’ ότι θα έρχονταν αν έμενε στην Ελλάδα. Εδώ, πιθανότατα, ακόμη μια «τρύπα» για κάποια πρώτη ομάδα θα ζητούσε.
Το δικό του, λοιπόν, σημείο καμπής ήρθε όταν ο τεχνικός του στην U19 της Μπόχουμ, ο Γιαν Σίβερτ «προβιβάστηκε» αναλαμβάνοντας τη Β’ ομάδα της Ντόρτμουντ. Τον ζήτησε και τον πήρε από την Μπόχουμ. Δανεικό. Ξένισε. Η μεγάλη της περιοχής να παίρνει δανεικό έναν 18χρονο πιτσιρικά από μια από τις «μικρές»; Πιθανώς να ήταν και χατίρι του προπονητή. Δεν έχει να λέει. Ήταν η ευκαιρία του.
Γιατί, οι ακαδημίες της Ντόρτμουντ συγκεντρώνουν σε κάθε τους ματς περισσότερους scouts απ’ όσους θεατές σε αγώνα της Super League. Έτσι, όταν ο Σίβερτ, Ιανουάριο του ’19 έφυγε από την Ντόρτμουντ -αφήνοντας πίσω του τον μικρότερο αδερφό του, τον Βασίλη, ο οποίος όμως είχε ενταχθεί στη «μισητή» αντίπαλο, Σάλκε, παίζοντας στόπερ κι αφήνοντας επίσης εξαιρετικές εντυπώσεις- οι Βεστφαλοί τερμάτισαν άμεσα τον δανεισμό του με λογική επιστροφής του στην Μπόχουμ, ωστόσο η δουλειά είχε γίνει.
Η Βίλεμ τον είχε… σκανάρει, έστω κι αν το scouting δεν αφορούσε αυτόν. Τον πήρε, λοιπόν, στο Τίλμπουργκ, αμέσως, για δανεισμό μέχρι το τέλος της περυσινής σεζόν, «πακέτο» με τον (σχεδόν) συνομήλικο του Σουηδό, Αλεξάντερ Ίσακ.
Η προσαρμογή στο Τίλμπουργκ, έχοντας περάσει από το Μπόχουμ, εύκολη. Εκεί, δεν έμεινε σε κάποια οικογένεια, αλλά είχε ελληνική παρέα τον Μάριο Βρουσάι. Συγκατοίκησαν στο κέντρο της πόλης, άφησαν τις κοπελιές τους μακριά, είχαν τη βοήθεια της μικρής, αλλά «ζωντανής» παροικίας συμπατριωτών μας στην πόλη για ό,τι χρειάζονταν και με την ελευθερία που έδωσε ο σύλλογος στον ενθουσιασμό της… νιότης, στελέχωσαν με τον Σουηδό την -όπως την αποκάλεσαν οι Ολλανδοί- VIP επιθετική τριάδα (ακρωνύμιο από τα πρώτα γράμματα των επιθέτων τους, Vrousai, Isak, Pavlidis), που έφερε τη Βίλεμ ως τον τελικό του Κυπέλλου.
Τα 6 γκολ που πέτυχε (σε όλες τις διοργανώσεις) στο διάστημα του δανεισμού ενίσχυσαν την ενεργοποίηση της option αγοράς του. Μικρή έτσι κι αλλιώς (μόλις 250.000 ευρώ). Low budget επένδυση. Μα για τη Βίλεμ, «σιγουράκι». Ηδη έχει ξεπεράσει την περυσινή του παραγωγικότητα, ενώ ήδη είναι και διεθνής (έχοντας περάσει απ’ όλες τις μικρές Εθνικές ομάδες), σπάζοντας στο προχθεσινό ματς με τη Βοσνία το ρόδι και στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.
Κάπως έτσι, από χθες, για τους Έλληνες είναι… Σουάρες. Όχι, ο Βαγγέλης Παυλίδης είναι. Ένας 21χρονος επιθετικός, που -ευτυχώς για όλους εμάς- δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την ελληνική ποδοσφαιρική σκέψη και λογική…
Κάντε follow στο Sportime
Κάντε like στην σελίδα του Sportime στο Facebook
Ακολουθήστε το Sportime στο Instagram