Ο Νίκο Σουλτς, πρωταγωνιστής στη νίκη της εθνικής Γερμανίας στην Ολλανδία, συμβολίζει την προσπάθεια και τον τρόπο της «νάσιοναλμανσαφτ» να ξεπεράσει τα τραύματα του Μουντιάλ της Ρωσίας.
Είχε την πλάκα του, εκτός βέβαια αν ήσουν Ολλανδός, να τον βλέπεις να μην ξέρει πού να τρέξει και πώς ακριβώς να πανηγυρίσει. Προς υπεράσπισή του, βρισκόταν σε «αχαρτογράφητη περιοχή» επί προσωπικού. Σκόρερ ποτέ του δεν ήταν, αριστερό (full) μπακ είναι ο άνθρωπος. Και να σου τώρα να γίνεται, τρόπον τινά, ο ήρωας του έθνους, χαρίζοντας στη Γερμανία τη νίκη (3-2), παγώνοντας το Άμστερνταμ ακριβώς στο 90’. Τόσα χρόνια σε δεύτερο πλάνο, δεν μπορείς σε ελάχιστα δευτερόλεπτα να μάθεις να χειρίζεσαι τα φώτα.
Μόνος του, ο Νίκο Σουλτς συμβολίζει το νέο πρόσωπο της εθνικής Γερμανίας. Τη θέληση για αλλαγή, την ανάγκη για αλλαγή μετά από ένα καταστροφικό Μουντιάλ. Με την προτεραιότητα σε άφθαρτα πρόσωπα, ταιριάζει ταμάμ στο «job description».
Ωριμότητα και πρόνοια
Από έφηβος ακόμα, είχε την ωριμότητα να μην σαγηνευτεί από τις προτάσεις ξένων κλαμπ και να συνεχίσει στη Χέρτα, την ομάδα της γενέτειράς του (Βερολίνο). «Δεν πρέπει στα 17 σου να βγάζεις περισσότερα χρήματα από τους γονείς σου. Είναι μεγάλος ο κίνδυνος να ξεφύγεις, να χάσεις το μέτρο», θα εξηγήσει αργότερα – να μια κουβέντα που δύσκολα ακούς από επαγγελματία ποδοσφαιριστή.
Ηταν Αύγουστος του 2010 όταν αυτό που ήθελε, έγινε πραγματικότητα. Στα 17 του και σε επίπεδο Τσβάιτελιγκα τότε, έκανε ντεμπούτο στην α’ ομάδα των Βερολινέζων. Η πρώτη από τις 19 συμμετοχές του εκείνη τη σεζόν, στα κλιμάκια των μικρών εθνικών της «νάσιοναλμανσαφτ» το όνομά του δεν έλειπε ποτέ. Φάνταζε λογικό το βήμα στην Ανδρών να μην αργήσει και πολύ.
Τότε γιατί χρειάστηκε να περιμένει ως το Σεπτέμβριο του 2018, όταν είχε φτάσει πια τα 25, ώστε να συμβεί αυτό; Λίγο ότι άργησε να φτάσει ως την Μπουντεσλίγκα, περισσότερο όταν ήταν άτυχος όταν έκανε το βήμα στην Γκλάντμπαχ (τραυματίστηκε σοβαρά στους χιαστούς), αρκετά ο συνεσταλμένος χαρακτήρας του, έμεινε πίσω.
Χρειάστηκε να μεταγραφεί στη Χόφενχαϊμ (2017) και να δουλέψει με τον μικρό «μάγο» της γερμανικής προπονητικής, Γιούλιαν Νάγκελσμαν ώστε να απελευθερώσει πλήρως το ταλέντο και τις ικανότητές του. Με κυριότερο όπλο την ταχύτητά του, έγινε βασικό στέλεχος της τακτικά πολυφωνικής ομάδας από το Σίνσχαϊμ, καλύπτοντας άρτια την αριστερή γραμμή, αμυντικά και επιθετικά, προσαρμοζόμενος και εξελισσόμενος ανάλογα με τις συνθήκες και τις περιστάσεις.
Αποτέλεσμα της (αυτό)κριτικής
Ο Γιόαχιμ Λεβ δεν έμεινε αδιάφορος. Δεν θα μπορούσε. Αυτό ακριβώς το προφίλ ψάχνει. Τους team players, τα «απλά παιδιά». Γι’ αυτό τόλμησε και «έκοψε» τρεις που φάνταζαν πολύ «υψηλά ιστάμενοι» για να τους ακουμπήσει (Ζερόμ Μπόατενγκ, Ματς Χούμελς, Τόμας Μίλερ). Βάζοντας απέναντί του την Μπάγερν, όχι ακριβώς ο εχθρός που θες να έχεις στον γερμανικό ποδοσφαιρικό (μικρό)κόσμο.
Ο Λεβ έχει αποφασίσει να αναλάβει τις ευθύνες του και δεν φαίνεται πρόθυμος για συμβιβασμούς. Είναι αποτέλεσμα της (αυτό)κριτικής. Θαμπωμένος από το ότι το καλοκαίρι του 2017 η Γερμανία, τα «δεύτερα» της Γερμανίας πιο σωστά, θριάμβευσαν στο Confederations Cup, ο Γερμανός εκλέκτορας πλανεύτηκε τόσο ώστε άρχισε να λέει ότι στόχος του ήταν «η επίτευξη της τελειότητας». Το πλαίσιο ήταν υμνολόγια, με άξονες το φοβερό ποδοσφαιρικό βάθος, το άξιο θαυμασμού σύστημα για τον εντοπισμό και την αξιοποίηση του ταλέντου, «βιομηχανία» ολάκερη.
Μέσα σε ένα χρόνο η Γερμανία πέρασε από το θαυμασμό στην απαξίωση. Ηταν μεγάλο το σοκ, πολύ μεγάλη η πτώση. Συνέπεια της αλαζονείας; Του εφησυχασμού; Του κορεσμού; Της έλλειψης πάθους; Σίγουρα το καθένα ξεχωριστά και όλα μαζί έφταιξαν.
Ουσία είναι ότι αυτό το τέλος έφερε, αναπόδραστα, μία νέα αρχή. Πρόσωπα όπως ο Σουλτς, νίκες όπως αυτή στην Ολλανδία, καλλιεργούν την ελπίδα για το «αύριο». Θα ήταν όμως λάθος, πρόωρο και αφελές να μιλήσει κανείς από τώρα για «επιστροφή» των Γερμανών. Η προσπάθεια (τους) μόλις ξεκίνησε.