Ο Πεπ Γκουαρντιόλα έκανε λάθη στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Από αυτό μέχρι την απαξίωση όμως, υπάρχει απόσταση.
Πεπ Γκουαρντιόλα: Άραγε, θα έκρινε ή κρίνει κανείς τον Μότσαρτ από το αν του ξεφύγει κάποια νότα; Τον Χέντριξ αν δεν πιάσει, έτσι, για μιας, τα σωστά ακόρντα; Την Κάλας αν κατέβει μια οκτάβα; Τον Βαν Γκογκ αν του φύγει μια πινελιά; Τον Ελύτη αν χάσει μια ρίμα; Τον Θεοδωράκη αν δεν βγάλει μια σύνθεση;
Και, το κυριότερο, ποιος μπορεί να τους κρίνει; Κάποιος μουσικός ανώτερος του Μότσαρτ. Κάποιος κιθαρίστας καλύτερος τεχνικά του Χέντριξ. Ένας ζωγράφος με περίσσια κατάρτιση του Βαν Γκογκ. Ένας ποιητής με ταλέντο που ξεπερνά τον Ελύτη και ένας συνθέτης κατά τεκμήριο πιο προικισμένος από τον Μίκη. Αυτοί, αν υπάρχουν, όσοι υπάρχουν, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, ναι, μπορούν να κρίνουν, να κατακρίνουν γιατί μόνο αυτοί είναι ισάξιοι, αντάξιοι να το κάνουν.
Το ποδόσφαιρο είναι τέχνη. Για τους ελάχιστους που μπορούν να τη συλλάβουν, για τους ακόμη λιγότερους που μπορούν να τη δημιουργήσουν. Το ποδόσφαιρο είναι λαϊκή τέχνη ακριβώς γιατί είναι απόλυτα προσβάσιμο σε όλους. Ανεξαρτήτως αν έχουν την επάρκεια να κρίνουν αυτό που βλέπουν, ανεξαρτήτως αν μπορούν να αντιληφθούν αυτό που γίνεται στο γήπεδο.
Δεν είναι προαπαιτούμενο της οποιαδήποτε κριτικής. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει όριο σε αυτήν. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει σωστό ή λάθος. Το ποδόσφαιρο απευθύνεται σε όλους, άρα όλοι μπορεί να έχουν γνώμη γι’ αυτό. Και μπορούν να την ξεστομίζουν, να την υποστηρίζουν ακόμη και όταν – αντικειμενικά – εκείνοι στους οποίους απευθύνονται δεν εντάσσονται σε οποιοδήποτε πλαίσιο «συμβατότητας» με την κριτική.
Ο Πεπ Γκουαρντιόλα είναι ακριβώς σε αυτήν την κατηγορία. Στην κατηγορία του Μότσαρτ, του Χέντριξ, του Βαν Γκογκ, του Μίκη, του Ελύτη, της Κάλας. Είναι ένας προπονητής που άλλαξε το ποδόσφαιρο. Άλλαξε τον τρόπο που παίζεται, που αντιμετωπίζεται, άλλαξε τις προσλαμβάνουσες που έχουμε όλοι, σε βαθμό που όλοι, ακόμη και τη δική του μεγαλοφυΐα να την κατανοήσουμε, να την οπτικοποιήσουμε.
Όλοι καταλαβαίνουμε το τίκι-τάκα της Μπαρτσελόνα που σάρωσε τα πάντα (και) στο Τσάμπιονς Λιγκ. Όλοι ξεχωρίζουμε τις πινελιές της δικής του Μπάγερν στον τρόπο που κάθε γερμανική ομάδα μετά το πέρασμα του από το Μόναχο παρουσιάζεται στο γήπεδο και αγωνίζεται. Όλοι διακρίνουμε στη Σίτι τις αρχές, την εξέλιξη της ποδοσφαιρικής του προσέγγισης.
Ο Πεπ κάνει τέχνη. Στο γήπεδο δεν βλέπει όρια, αλλά ευκαιρίες. Δεν αντιμετωπίζει τον αγωνιστικό χώρο ως πεδίο μάχης, άλλα έκφρασης, έμπνευσης. Δεν θεωρεί τους ποδοσφαιριστές πιόνια, αλλά τους πρώτους κοινωνούς της φιλοσοφίας του. Είναι μεγαλοφυής και αυτό δεν αμφισβητείται ακόμη και από τους μεγαλύτερους επικριτές του.
Λαβές για κριτική, πάντα θα υπάρχουν. Το είπαμε, για ποδόσφαιρο μιλάμε. Άρα, τα πάντα μπαίνουν στον μεγεθυντικό φακό του οποιουδήποτε και αναλόγως τα γούστα, τα βίτσια, τις εμμονές, τις προκαταλήψεις και ένα σωρό άλλα, κρίνονται. Δεκτό και θεμιτό. Αυτό ακριβώς είναι το ποδόσφαιρο. Επιτρέπει στον πλέον αδαή των αδαών να τεκμηριώσει άποψη κατά του οποιουδήποτε μύστη. Και να είναι απολύτως σεβαστή.
Προσοχή όμως. Αυτό δεν συνεπάγεται ισοπέδωση. Ναι, ο Γκουαρντιόλα έχει δαπανήσει ένα σκασμό λεφτά στις ομάδες που προπόνησε, χωρίς ποτέ να μην δοκιμαστεί σε ομάδες που δεν είχαν τα απαραίτητα εφόδια. Λες και θα έπρεπε να ξεκινήσει δηλαδή από γ’ τοπικό για να αποδείξει την αξία του. Ναι, εν προκειμένω, στον τελικό έκανε λάθος, παρατάσσοντας τη Σίτι χωρίς καθαρόαιμο αμυντικό χαφ. Λέτε να μην το έχει καταλάβει; Ποιος αφελής μπορεί να πιστέψει κάτι τέτοιο;
Για τον Πεπ μιλάμε. Κάπου σκόπευε, κάπως το είδε, το έκανε. Δεν θα απολογηθεί για τις εμπνεύσεις του, δεν θα αμφισβητηθεί η διάνοιά του, δεν θα κριθεί ακόμη και για τις εμμονές του. Γιατί από δαύτες, όπως ο Μότσαρτ, ο Χέντριξ, ο Ελύτης, ο Βαν Γκογκ, η Κάλας, ο Μίκης, έχει μάθει να κινητοποιείται. Εμείς οι υπόλοιποι, αυτές έχουμε απλώς μάθει να κρίνουμε…
Όσα είπε ο Πεπ μετά τον χαμένο τελικό της ομάδας του…