Ξημερώνει 28η Οκτωβρίου 1940. Ο εθνικός ραδιοφωνικός σταθμός μεταφέρει την είδηση της εισβολής Ιταλικών δυνάμεων από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Η χώρα μας μπαίνει στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο με ένα ένδοξο «ΟΧΙ» προς τον Μπενίτο Μουσολίνι και τον άξονα.
Είναι Δευτέρα και λίγες ώρες πριν οι Θεσσαλονικείς ζούσαν μια φυσιολογική Κυριακή με βόλτες, γέλια και… ποδόσφαιρο στο γήπεδο του ΠΑΟΚ και του Ηρακλή. .
Η συντριπτική πλειοψηφία των αθλητών της πόλης, φυσικά και του ΠΑΟΚ, έφυγαν αμέσως για την Αλβανική μεθόριο. Τελευταίοι αθλητές που αγωνίστηκαν με την ασπρόμαυρη φανέλα, πριν διακοπούν επ αορίστω όλες οι δραστηριότητες, ήταν αυτοί του στίβου, στο πλαίσιο των Δημητρίων που διοργάνωνε ο Ηρακλής.
Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, το Σάββατο 26 Οκτωβρίου 1940, οι αθλητές διαγωνίστηκαν στα 100, 400, 800, 3000 μέτρα και σκυταλοδρομία 4Χ400 αλλά και στη σφαιροβολία και την δισκοβολία ενώ το παρών έδωσαν και γυναίκες στα 100 μέτρα, το άλμα εις ύψος και τον ακοντισμό.
Η σεζόν 1940 – 1941 βρίσκει τον ΠΑΟΚ να στέφεται Πρωταθλητής Βόρειας Ελλάδας στο ποδόσφαιρο (σεζόν 1939 – 1940). Η στέψη μάλιστα έγινε την πρώτη αγωνιστική της περιόδου, την Κυριακή 13 Οκτωβρίου 1940, στο γήπεδο του ΠΑΟΚ στο συντριβάνι, πριν το ντέρμπι με τον Αρη το οποίο έληξε ισόπαλο 2-2 ικανοποιώντας τους 6.000 και πλέον θεατές που το παρακολούθησαν (ΠΑΟΚ: Διαμαντής, Κρεμέζης, Γούλιος, Μποσταντζόγλου, Κρίτας, Κοντόπουλος, Γλάρος, Γεωργιάδης, Παπαπαναγιώτου, Καλογιάννης και Φερούτσος. Αρης: Γκότσης, Αμπραχαμιάν, Ράμμος, Σταυράκμπεης, Σιώτης, Νικολαΐδης, Τακατσόγλου, Σιδηρόπουλος, Χατζηνικολάου, Βικελίδης και Κολωνιάρης).
Το 1940 το σωματείο του ΠΑΟΚ αριθμούσε εκατοντάδες μικρούς και μεγάλους αθλητές στον κλασικό αθλητισμό, το βόλεϊ και το ποδόσφαιρο ενώ εκείνο το φθινόπωρο έκανε τα πρώτα του βήματα και το τμήμα τένις με εφηβικό και ανδρικό τμήμα και με προπονήσεις στο κλειστό γυμναστήριο της οδού Θερμοπυλών 47.
Από το χορτάρι, στο μέτωπο του πολέμου και από εκεί στην αιωνιότητα. Μεταξύ αυτών που έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα, ήταν και δύο ποδοσφαιριστές του ΠΑΟΚ.
Ο λόγος για τους Νίκο Σωτηριάδη και Γιώργο Βατίκη, για τους οποίους η ΠΑΕ ΠΑΟΚ ανέφερε:
«Τον Οκτώβριο του 1940 το πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης ήταν σε εξέλιξη πριν η Ιταλία του Μουσολίνι απαιτήσει από την Ελλάδα την παράδοση της και πάρει ως απάντηση το ΟΧΙ. Ο ΠΑΟΚ στις 20 Οκτωβρίου που έγινε η 4η και τελευταία αγωνιστική επικράτησε με 2-1 του Μακεδονικού.
Η έναρξη του πολέμου έφερε την γενική επιστράτευση και φυσικά το τέλος κάθε αθλητικής δραστηριότητας. Οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟΚ παρουσιάστηκαν στο στρατό και δύο από αυτούς έδωσαν τη ζωή τους στη μάχη. Ο τερματοφύλακας Νίκος Σωτηριάδης και ο αμυντικός Γιώργος Βατίκης. Είναι ανάμεσα στους τέσσερις που πρωταγωνιστούσαν στα ελληνικά γήπεδα και άφησαν την τελευταία τους πνοή στο μέτωπο.
Ο Σπύρος Κοντούλης της ΑΕΚ και ο Μίμης Πιερράκος του Παναθηναϊκού ήταν οι άλλοι δύο. Μάλιστα, στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος του 1939 ανάμεσα στον ΠΑΟΚ και την ΑΕΚ έβγαλαν όλοι οι ποδοσφαιριστές μαζί μια αναμνηστική φωτογραφία και οι Βατίκης – Κοντούλης είναι ο ένας δίπλα στον άλλο και ο Νίκος Σωτηριάδης ακριβώς από κάτω τους.
Αρκετά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, ο νεαρός αθλητικός συντάκτης Μίμης Παπαναγιώτου που αργότερα έγινε προϊστάμενος του γραφείου Τύπου της Προεδρίας της Δημοκρατίας, έγραψε παραστατικά τις λεπτομέρειες για τους “Τραγικούς Ηρωες” του πολέμου του 1940.
Τα αποσπάσματα είναι από την εφημερίδα “Αθλητική Ηχώ” και έχει διατηρηθεί το ύφος και η ορθογραφία της εποχής.
ΝΙΚΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΔΗΣ (28/01/1941, ετών 32)
Ετος γέννησης: 1908 (Μουδανιά)
Ομάδες: Λευκός Αστήρ, ΠΑΟΚ (1932-1941)
Βιέννη, λίγο μετά την κήρυξη, κουβέντα με τον φίλο του, Μανώλη Καρούση: «Ηταν για πρώτη φορά δύσθυμος. Άναψε τσιγάρο, φύσηξε τον καπνό. ‘Εχω μια ανησυχία. Ο πόλεμος… Φεύγουμε για Μέτωπο. Ποιος ξέρει… Αν δεν γυρίσω, Μανώλη…’». Ο Καρούσης σάστισε. Διάολε, ο Νίκος δεν φοβότανε ποτέ. Ο μόνος, έλεγαν, που είχε τα άντερα να βουτάει στα πόδια του «τανκ», Κλεάνθη Βικελίδη…
Ξημερώματα 28ης Ιανουαρίου 1941, Κλεισούρα. Παραμονές της γενικής επίθεσης του 50ού Συντάγματος Πεζικού. «Ο λοχίας Νίκος Σωτηριάδης με την ομάδα του μετράει τις ώρες. Σκάει ένας όλμος. Δεύτερος… ‘Να πάρη, θα μας χαλάσουν τα σχέδια οι φρατέλοι’. Αρπάζει μια χειροβομβίδα. ‘Τι κάνεις λοχία; Να σε φάνε τζάμπα, σαν ορτύκι;’» Το πολυβόλο σωπαίνει… «Κοντεύει να φέξη. Ο λοχίας γυρίζει σε έναν φαντάρο: ‘Στείλε χαιρετίσματα, πριν ξεκινήσουμε, στον Θεσσαλονικιό, τον Σουγιουλτζή’». Σάλπισμα, επίθεση…
«Πηδάει από το χαράκωμα. Το τμήμα του, στους πρόποδες υψώματος της Τσέροβας. Ψηλά, οι Ιταλοί έχουν εγκατεστημένα πυροβολεία. Οι κάννες ξερνούν φωτιά και σίδερο. Bουτάει σε μια τρύπα, που έχει κάνει στη γη μία οβίδα. Καλύπτεται, εξετάζει. Ξαναμμένος από το μεθύσι του μπαρουτιού, εξορμά. Μια ριπή σφυρίζει, ξαναπέφτει μπρούμυτα στην τρύπα. Δεν κρατιέται πια. ‘Απάνω τους, παιδιά. Αέρα’… Η μοιραία στιγμή. Καθώς σηκώνεται στα γόνατα, η ριπή τού γαζώνει το στήθος». Είκοσι δύο μέρες πριν, οι δικοί του είχαν πάρει το τελευταίο γράμμα. Η μάνα, η αδελφή του (μαζί έμεναν, στην Ακροπόλεως), η αρραβωνιαστικιά του, Μάρω Οικονόμου…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΤΙΚΗΣ (17/11/1940, ετών 22)
Ετος γέννησης: 1918 (Θεσσαλονίκη)
Θέση: Αριστερός οπισθοφύλακας
Ομάδα: ΠΑΟΚ
Μοράβας, 17 Νοεμβρίου 1940… «Μέρες τώρα, μάχη σκληρή. Εφτά φορές στην ίδια μέρα το ύψωμα 1878, καταλαμβάνεται και ανακαταλαμβάνεται. Η διαταγή του επιτελείου, αμετάκλητη: πρέπει να παρθή, να πάρουμε σίγουρα την Κορυτσά. Η 573η μονάς πυροβολητών ενισχύει το 27ον Σύνταγμα Κοζάνης. Διοικητής μίας πυροβολαρχίας της, ο έφεδρος ανθυπασπιστής, Γιώργος Βατίκης». Είχε μόλις βγει από τη Σχολή Εφέδρων της Σύρου… «Απόγευμα, άλλη μια επίθεσις. Ο νεαρός ανθυπασπιστής, αχρηστεύει με πυροβόλα δύο βασικές εστίες αμύνης των Ιταλών. Και κατορθώνει να στήση το πολυβόλο του στην κορυφή του υψώματος. Εκεί ψηλά, με 10 πολυβολητάς του. Οι Ιταλοί χτυπάνε. Ο πρώτος πολυβολητής πέφτει.
Ο δεύτερος…». Μένουν έξι… «Νοιώθει πόνο στον ώμο. Ψαύει με τα δάκτυλα. Κατακόκκινα. Κάποια σφαίρα. Τσουρουφλάει τη σάρκα. Μα μένει εκεί, πρώτη γραμμή. Νέα φωτιά…». Μένουν πέντε, τρεις… «Λυσσασμένος, ορμάει στο πυροβόλο, βάλη μόνος του. Η μοίρα το ‘φερε να μείνη τελευταίος. Οι στρατιώτες του έπεσαν μέχρις ενός. Το σούρουπο, έφθασαν οι ενισχύσεις. Οταν ανέβηκαν, με επί κεφαλής τον ανθυπολοχαγό, Κωνσταντίνο Κολόμβα, τον βρήκαν νεκρό επάνω στο πυροβόλο, με γαζωμένο στήθος». Ο πρώτος Ελληνας αθλητής που «έπεσε» στο αλβανικό. Μία μέρα πριν από τον Πιερράκο! Θυσία που άνοιξε τον δρόμο για την Κορυτσά.
Τρίτη μέρα Δεκεμβρίου, επιστολή Κολόμβα στη μάνα του, Μακρίνα: «Τον ενεταφίασα μόνος. Κλίνω ευλαβικά το γόνυ προ του μεγάλου νεκρού…». Πρώτος, το πληροφορήθηκε ο άνδρας της αδελφής του Πολύμνιας, αντιεισαγγελέας Γαλόπουλος. Δεν μίλησε. Λίγο μετά, το τηλεγράφημα στον Μεταξά σκορπούσε ρίγη: «Χαλάλι το παιδί μας για την πατρίδα…». Απάντηση: «Σας εννοώ, σας θαυμάζω. Το παιδί σας ζη τώρα αιώνια…».
Μετά θάνατον, ο Βατίκης προήχθη σε ανθυπολοχαγό και του απενεμήθη Αργυρούν Αριστείο Ανδρείας και Δίπλωμα Ευγνωμοσύνης της Πατρίδος».