Για τους Λιθουανούς, δεν υπάρχει «χειρότερη» δουλειά απ’ αυτήν του προπονητή της εθνικής ομάδας μπάσκετ. Δεν είναι μόνο το εθνικό τους σπορ, δεν είναι μόνο αυτό που τους έχει κρατήσει ως έθνος για δεκαετίες ολάκερες, ή αυτό που τους έκανε αναγνωρίσιμους παγκοσμίως. Είναι… κυτταρικό, γονιδιακό το θέμα.
Σε αυτή λοιπόν τη… δεινή θέση, παραμονές των Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2010, βρέθηκε ο Κεστούτις Κεμζούρα. Ένας μέτριος (στην καλύτερη) play-maker, σε ηλικία που άλλοι ακόμη παίζουν, στα 39 του δηλαδή, χωρίς «μετρήσιμη» εμπειρία πρώτου προπονητή, επικράτησε του ανταγωνισμού και πήρε τη δουλειά. Η καλύτερη του συστατική; Αυτή του Ντέιβιντ Μπλατ, ο οποίος τον είχε «γνωρίσει» πριν πέντε χρόνια στην Ντιναμό Αγίας Πετρούπολης, όπου οι δυο τους συνεργάστηκαν για πρώτη φορά. Κατέκτησαν το Euro Cup, με τον Αμερικανό να τον παίρνει μαζί του στην Ιταλία, όπου με την Μπένετον κατέκτησαν το πρωτάθλημα (2006), γεγονός που επέτρεψε στον Λιθουανό να… ανοίξει τα φτερά του, αναλαμβάνοντας την Χίμκι και κατακτώντας το πρώτο, σοβαρό, παράσημο του με την ανάδειξη του ως Κυπελλούχου Ρωσίας κόντρα (και αυτό είναι που μετράει) στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας (2008).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ολυμπιακός – Βαλένθια: Το κανάλι του αγώνα
Συνέχισε με λιγότερο γκλαμουράτες δουλειές. Πολωνία, Τσεχία. Στην πρώτη, τεχνικός της Πρόκομ, έκανε το προπονητικό του ντεμπούτο στην εμβρυακή έκδοση της Euroleague (2012). Κέρδος το λες, ειδικά εν όψει της τρέχουσας συγκυρίας…
Είχε το 3ο του πέρασμα από εθνική ομάδα (Αυστρία, 2016, είχε νωρίτερα, το 2009, αναλάβει τη Λετονία στο Eurobasket), προτού ένας… φίλος από τα παλιά, χτυπήσει ξανά την πόρτα του. Ακόμη ένα φιλόδοξο πλάνο, αυτό της Νταρουσάφακα, με τον Ντέιβιντ Μπλατ να το αναλαμβάνει. Τον ήθελε στο πλευρό του. Πολλές φορές, η συνειδητοποίηση είναι απαραίτητη. Ως πρώτος προπονητής, το ταβάνι του, έμοιαζε χαμηλότερο από αυτό που μπορούσε να του προσφέρει η δουλειά πίσω από το προσκήνιο, πίσω από τις «πλάτες» του ενός, του πρώτου. Δέχτηκε.
Η διετής παραμονή στην Κωνσταντινούπολη τον βοήθησε. Κυρίως, τον προετοίμασε για τα… ελληνικά. Έμαθε να κάνει υπομονή στον δρόμο, να ψάχνει εναλλακτικές διαδρομές για ν’ αποφεύγει την κίνηση, να μένει κοντά στο γήπεδο προκειμένου να ελαχιστοποιεί τον χρόνο της μετακίνησης σε μια χαοτική πόλη, να μην θεωρεί θέσφατο πως οι κανόνες οδικής κυκλοφορίας ισχύουν για όλους, μπήκε σε καθεστώς πίεσης (πολλά τα λεφτά που ξοδεύτηκαν στην Νταρουσάφακα) παρότι σε καμία περίπτωση η ανύπαρκτη οπαδική βάση του τουρκικού συλλόγου, δεν δημιουργούσε παραπανίσια.
Και έτσι, όταν καλοκαίρι ’18, οι αδερφοί Αγγελόπουλοι είδαν στον Ντέιβιντ Μπλατ τον αναμορφωτή του Ολυμπιακού, τον ιδανικό ενσαρκωτή της μετά Σφαιρόπουλου (επιτυχημένης) εποχής, ο Κεστούτις Κεμζούρα ακολούθησε, έχοντας πλέον πλήρως αποδεχτεί τον ρόλο του.
Εδώ, ήταν πλέον προετοιμασμένος για όλα. Όχι ίσως στην ένταση με την οποία τα έζησε, αλλά σίγουρα τα είχε… ξαναζήσει. Και τη διαχείριση των πριμαντόνων στα αποδυτήρια. Και την αφόρητη πίεση των media. Και την -όποτε την απολάμβανε, με ή χωρίς εισαγωγική- εκτός γηπέδου ζωή. Και τη μοναξιά, αφού ούτε και στον Πειραιά, η γυναίκα του Ντάιβα και τα παιδιά του, η Ρουθ και ο Μιντάουγκας, ήταν μόνιμοι συνοδοιπόροι του.
Ακόμη ακόμη αν θέλετε και η υποχρέωση που προβλέπονταν στο συμβόλαιο του, πως δηλαδή ανά πάσα ώρα και στιγμή θα μπορούσε ν’ αναλάβει αυτός να «τρέξει» την ομάδα σε περίπτωση που ο Ντέιβιντ Μπλατ (για λόγους υγείας) δεν ήταν ικανός, μια προετοιμασία ήταν. Και πάλι όμως. Οταν λύθηκε το συμβόλαιο του Αμερικανοϊσραηλινού φίλου και συνεργάτη του (με αυτήν τη σειρά πλέον…), ο 49χρονος προπονητής και ήταν και δήλωνε σοκαρισμένος.
Στον ορυμαγδό της ονοματολογίας για τη διάδοχη κατάσταση στον πάγκο των «ερυθρόλευκων», o Κεστούτις Κεμζούρα έχει μια ευκαιρία να βγει μπροστά. Δύο ματς. Σε τόσα προβλέπεται να «χρεωθεί» τη διαχείριση ως πρώτος προπονητής, αρχής γενομένης από το αποψινό με τη Βαλένθια, επιστρέφοντας στη EuroLeague μετά από 7 χρόνια. Και ποιος ξέρει…