Aν έραβε μόνο, αν απλά σχεδίαζε ρούχα, τσάντες και κοσμήματα, δεν θα μεσολαβούσε ο Ουίνστον Τσώρτσιλ για την αποφυλάκισή της, καλύπτοντας έτσι τη σκοτεινή της σχέση με τους Ναζί. Η Κοκό Σανέλ έκοβε κι έραβε τη δική της ζωή κι ενίοτε την καθημερινότητα αυτών που την περιέβαλαν.
Η μόδα ήταν το ανάκλιντρό της. Σ’ αυτό -πάνω- ανάπαυσε τα δύσκολα παιδικά της χρόνια. Kάποιες φορές τα… έκρυβε κάτω από το στρώμα του, όπως και την ηλικία της, ενώ εκεί ξεδίπλωσε και τις φλογερές φιλοδοξίες και επιθυμίες της, που την οδήγησαν ακόμη και «Στο κρεβάτι με τον εχθρό».
Η κυνική και αδίστακτη Κοκό άφησε ελεύθερες τις «σειρήνες» της να γαργαλούν τ’ αυτιά των γυναικών. Ηταν σειρές με μαργαριτάρια, μικρά μαύρα φορέματα κι η απελευθέρωσή τους από πάσης φύσεως… στενούς κορσέδες.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΟΚΟ ΣΑΝΕΛ
Το διπλό “C” του αναλφάβητου
Η Σανέλ σπάνια παραδεχόταν ότι ήταν μια φτωχή επαρχιοτοπούλα που μεγαλούργησε στη μόδα. Σχεδόν ποτέ δεν αναφερόταν στο Ποντεΐγ της Νότιας Γαλλίας, με τις λίγες αγροικίες. Συνήθιζε να λέει ότι άνηκε στην υψηλή κοινωνία. Βέβαια, η έμπνευση για το μυθικό και διαχρονικό σύμβολο του οίκου Chanel, το διπλό πλεγμένο “C” που πολλοί θέλησαν να μάθουν πώς προέκυψε, την προδίδει. Από την οικογένειά της αποδίδεται στον προπάππου της Γκαμπριέλ Μπονέρ (Κοκό) Σανέλ, Ζοζέφ. Όμως, λίγοι πείθονται όταν τους διηγούνται ότι τα δύο “C” σκαλίστηκαν πάνω στα έπιπλα που δημιουργούσε στο Ποντεΐγ ο αναλφάβητος, γεννημένος το 1792, προπάππους της. Τα δύο πλεγμένα “C” του Ζοζέφ Σανέλ σχημάτιζαν ένα κύκλο στη μέση κι εντός αυτού βρισκόταν χαραγμένη η πίστη του με δυο ελληνικούς χαρακτήρες: “ΧΡ”, Χριστός!
Γέννηση και θάνατος σε συμμετρία
Ο πατέρας της, Αλμπέρ θεωρήτο ακαμάτης, γυναικάς και μποέμ του χειρίστου είδους. Ζαν έλεγαν τη γυναίκα που την έφερε στη ζωή, τη μητέρα της, Ζαν και την καμαριέρα που της έκλεισε τα μάτια, όταν εξέπνευσε στη σουίτα της στο ξενοδοχείο Ριτζ, στις 10 Ιανουαρίου του 1971. Η Μademoiselle ήταν ακριβής και συμμετρική στην αφετηρία της, στη μόδα και στο τέλος της. Η μητέρα της, πάντως, δεν ήταν τόσο τυχερή ή μάλλον τόσο δυναμική, πανούργα και φιλόδοξη. Στα 19 της η Ζαν (Εζενί) Ντεβόλ, σκληρά εργαζόμενη πλύστρα, ερωτεύτηκε τον γόη Αλμπέρ. Αυτός… εκτίμησε ιδιαιτέρως τον έρωτα και την αγάπη της. Την εγκατέλειψε έγκυο! Όμως, τον ανακάλυψε λίγο πριν γεννήσει το 1882 τη Ζουλιά, στο καπηλειό του χωριού Ομπενά. Πιστή η Ζαν, δεν έφυγε από τον Αλμπέρ. Καθόλου δεν της έμοιασε η κόρη της Γκαμπριέλ, που ήρθε στη ζωή ένα χρόνο μετά, στις 19 Αυγούστου, στο θυρωρείο ενός φιλανθρωπικού ιδρύματος στο Σομίρ.
Έπρεπε το 1885 να γεννήσει γιο η Ζαν, για ν’ αποφασίσει ο Αλμπέρ να τη νυμφευθεί. Η μαμά Σανέλ αρρώστησε στην τέταρτη εγκυμοσύνη της. Μια μορφή άσθματος χειροτέρευε χρόνο με το χρόνο, ώσπου στα 32 της έχασε τη ζωή της από βρογχίτιδα. Η Γκαμπριέλ τότε ήταν 12 χρόνων, αλλά στις διηγήσεις έλεγε πως ήταν μόλις δύο ετών, καθώς έκρυβε δέκα χρόνια (!) από την ηλικία της.
Ο τυχοδιώκτης Αλμπέρ που δεν βρισκόταν δίπλα στη σύζυγό του (αλίμονο!), όταν επέστρεψε από το ταξίδι του, έστειλε τις κόρες του σε ορφανοτροφείο. Πάντως, η Koκό στις ιστορίες της δεν μιλούσε πολύ γι’ αυτήν την περίοδο της ζωής της. Ανέφερε ότι μετά το θάνατο της μητέρας της, ο πατέρας της την έστειλε “στις κακές γεροντοκόρες αδερφές του κι εκείνος έφυγε για την Αμερική”.
Δίπλα στις καλόγριες μεγάλωσε κι εκεί έμαθε να ράβει. Το μαύρο που αγάπησε όσο και το άσπρο, οι απλές και άνετες γραμμές και το μικρό μαύρο φόρεμά της είναι το έντονο αποτύπωμα που άφησαν στην καριέρα της οι παιδικές της εικόνες, τα ράσα!
Βέβαια, κι η προ – ορφανοτροφείου ζωή της, έγινε επίσης στιλ Σανέλ. Τα χρυσά κορδόνια στο επιχιτώνιο των αγοριών του ιππικού που βρίσκονταν στο Σομίρ και το πηλήκιό τους βρήκαν χώρο στις δημιουργίες της κι οι ιππείς στην καρδιά της. Τα παιδιά της μπουρζουαζίας ήταν η αδυναμία της Γκαμπριέλ και τα συνάντησε ξανά στο δρόμο της και στο κρεβάτι της, αργότερα.
Coco…
Όταν πια έγινε 18, την έστειλαν στο Μουλέν, στο οικοτροφείο Νοτρ Νταμ. Στο μυαλό της καταγραφόταν μια λίστα από διαφορετικά στιλ και πάλι. Το μαύρο χρώμα κι ο γιακάς της κολεγιακής μπλούζας των μαθητών της οδού Λισέ, όπως και η δεμένη σε ροζέτα γραβάτα τους, προστέθηκαν στις αγαπημένες της εικόνες.
Λάτρευε το αντρικό ντύσιμο, το θεωρούσε χρηστικό και οικονομικό γι’ αυτό κι έγινε αυτή που πρώτη φόρεσε παντελόνι κι έκοψε κοντά τα μαλλιά της καινοτομώντας και κατακτώντας με τ’ όνομά της τη μόδα αιωνίως!
Δύο χρόνια αργότερα εργάστηκε ως μοδίστρα σε ραφτάδικα, όπου την επισκέπτονταν και κυρίες της υψηλής κοινωνίας. Απεχθανόταν το ύφος τους και τα ακριβά ρούχα, με τα οποία δεν μπορούσαν να ντυθούν όλες οι γυναίκες. Σιγόβραζε! Ομως, οι ιππείς που έτρεχαν σ’ αυτήν για επιδιορθώσεις, της επανέφεραν το χαμόγελο στο πρόσωπο και διέδιδαν πόσο εξαιρετική είναι.
Δυστυχώς γι’ αυτή, δεν ήταν το ίδιο καλή και στο τραγούδι, αλλά το εκπλήρωσε κι αυτό το απωθημένο της και τότε απέκτησε το καινούργιο της όνομα. Τραγούδησε στο καμπαρέ “Ροτόντα” με έτοιμο κοινό πριν καν “ακονίσει” τις φωνητικές της χορδές. Τα παλικάρια του ιππικού!
Δύο ήταν τα σουξέ της. “Ko Ko Ri Ko” και “Qui qu’a vu Coco,” (“Ποιος είδε την Κοκό”). Η φρουρά τής φώναζε ακατάπαυστα “Κοκό”. Σύμφωνα με κάποιους, έτσι διεγράφη το Γκαμπριέλ από την ταυτότητά της και τη θέση του πήρε το καινούργιο της όνομα. Ομως, κατ’ άλλους το Κοκό προέκυψε από τη λέξη “cocotte” (κοκότα).
Η Μademoiselle (παρεμπιπτόντως σιχαινόταν το “Μademoiselle” που τη “συνοδεύει” και μετά θάνατον) έπειτα από μια αποτυχημένη προσπάθεια για λαμπρή καριέρα στο Βισί, καθώς ήθελε να ξεφύγει από το καφωδείο του Μουλέν, αποδέχθηκε ότι δεν είναι καλλίφωνη κι άρχισε να καταστρώνει στο μυαλό της το επόμενο σχέδιο της.
Η αρχή έγινε με τα καπέλα
Ο ευκατάστατος πρώην αξιωματικός του ιππικού, Ετιέν Μπαλσάν αντικατέστησε στην αγκαλιά του την Εμιλιέν με την Κοκό. Ηταν ο πρώτος εραστής της, στα 23 της. Εζησε τρία χρόνια στον πύργο του και ντύθηκε με πέρλες, διαμάντια κι ακριβά ρούχα. Είχε αρχίσει να πετυχαίνει το στόχο της μέσω του Μπαλσάν, ο οποίος τη βοήθησε να εγκατασταθεί σε μια γκαρσονιέρα στο Παρίσι, όπου έφτιαξε τα πρώτα της καπέλα. Η σχέση της με τον καλομαθημένο κληρονόμο έπρεπε να τελειώσει, καθώς με την άρνησή του να της ανοίξει μαγαζί, έβαζε “φρένο” στα όνειρά της και αυτό δεν το ανέχτηκε η “αυτοκράτειρα” της μόδας.
Στράφηκε στον καλύτερο φίλο του Ετιέν, τον Άρθερ Κάπελ ή «Μπόι». Ηταν η πρώτη μεγάλη της αγάπη. Πλούσιος κι αυτός, “καρπός” του παράνομου έρωτα ενός τραπεζίτη, αλλά αυτοδημιούργητος. Ο νέος της σύντροφος πλήρωσε την προκαταβολή για το πιλοποιείο της οδού Καμπόν 21, το οποίο εγκατέλειψε, τρεις μήνες πριν σκοτωθεί σε τροχαίο ο Κάπελ. Ηταν η μοναδική φορά που την είδαν να κλαίει: “ή θα πεθάνω κι εγώ ή θα τελειώσω αυτό που αρχίσαμε μαζί ”, φέρεται να είπε, τότε.
Παράλληλα με τα καπέλα είχε αρχίσει να δημιουργεί τα πρώτα της ρούχα κι εργάστηκε ως μοδίστρα, πάλι στην οδό Καμπόν, αλλά στον αριθμό 31, το 1918. Μετά τον Μπόι σχετίστηκε με τον δούκα Ντμίτρι Πάβλοβιτς από την Αγία Πετρούπολη, που είχε τον τίτλο, αλλά όχι και τα χρήματα. Ούτε, “comme ci comme ça” δεν θα έλεγε περιγράφοντας τη σχέση της μαζί του. Την αποχαιρέτησε για μια αριστοκράτισσα.
Οι καινοτομίες
Τα πρώτα της ρούχα τα δημιούργησε με το οικονομικό ζέρσεϊ που έως τότε το χρησιμοποιούσαν για τα ανδρικά εσώρουχα. Ήταν άνετα, σπορ κομμάτια επηρεασμένα κατά κύριο λόγο από την ανδρική γκαρνταρόμπα. “Έχτισα την περιουσία μου με θεμέλιο ένα παλιό σακάκι ζέρσεϊ του Άρθερ, το οποίο τυχαία έριξα στους ώμους μου, μια μέρα που κρύωνα. Δεν είναι αστείο; Έγινα ζάμπλουτη επειδή μια μέρα απλώς κρύωνα!”, είπε αποκαλύπτοντας την έμπνευσή της. Ιχνηλατούσε το κλασικό, αλλά λάτρευε και τις προκλήσεις.
Το θρυλικό Nο 5
Το 1921 «γεννήθηκε» η -παρά τρία χρόνια- αιώνια μυρωδιά της που αρωματίζει έως και σήμερα τον πλανήτη, το Chanel Νo 5. Ηταν το πέμπτο κατά σειρά άρωμα που της έδωσε να μυρίσει ο αρωματοποιός Ερνέστ Ορνό, ο οποίος της παρουσίασε δείγματα για να διαλέξει. Η επιλογή της απεδήχθη χρυσοφόρα, καθώς με αυτήν έχτισε αμύθητη περιουσία. Τις προηγούμενες προτάσεις του, τις είχε απορρίψει βρίζοντας! Μπορούσε να βρίσει, έχοντας τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη της! Μιλούσε και φώναζε συχνά και το τσιγάρο της ταλαντευόταν πάνω – κάτω.
Το 1926 λάνσαρε την επιτομή του γυναικείου ντυσίματος, το μικρό μαύρο φόρεμα, το οποίο δεν ήταν στενό στη μέση, καθώς κανόνας της ήταν η άνεση. Μεταξύ των καινοτομιών της ήταν οι πλισέ φούστες, τα πουκάμισα, τα πουλόβερ, οι καμπαρντίνες, εννοείται τα τουίντ ταγέρ, οι ανδρικές πιτζάμες, η ζώνη αλυσίδα, η καπιτονέ τσάντα, η μίξη ψεύτικων κοσμημάτων με αληθινά, τα υφασμάτινα λουλούδια στα ρούχα (αγαπημένο της λουλούδι ήταν η καμέλια), η μπεζ ξώφτερνη γόβα με τη μαύρη λουστρινένια μύτη, το total look, το ανδρόγυνο στιλ, τα μικρά απλά και με γείσο καπέλα. «Μα πώς μπορεί να λειτουργήσει το μυαλό κάτω από αυτές τις συνθήκες;», αναρωτιόταν κοροϊδεύοντας τα πλατύγυρα καπέλα. Τα παντελόνια καμπάνες ήταν δική της έμπνευση, επίσης. Εκείνη την περίοδο ζούσε στη Βενετία και ήθελε να μπαινοβγαίνει ευκολότερα στις γόνδολες. Τότε, «δέθηκε» με τη διάσημη πιανίστρια, Μίσια Σερτ, μούσα του Μαρσέλ Προυστ και ακολούθως της Κοκό. Η Ρωσίδα φίλη της τής έμαθε την αγάπη για τα ρωσικά μπαλέτα και τη σύστησε στον Κοκτό και τον Πικάσο.
Η Σανέλ προκάλεσε νέο σοκ όταν την είδαν μαυρισμένη, έπειτα από τις διακοπές της στη Γαλλική Ριβιέρα. Δημιούργησε νέα μόδα -το μαύρισμα- και την απόλαυσε, καθώς έως τότε η λευκή επιδερμίδα υποδήλωνε την υψηλή κοινωνική θέση. Ήθελε να είναι μέρος της υψηλής κοινωνίας η Σανέλ, αλλά να της επιβάλλεται και να μην αποδέχεται τους κανόνες της. “Καθαίρεσε” επίσης το βαρύ -από κάθε άποψη (σε ύφος και σε… κιλά)- στιλ Dior και αποκάλυψε τον αστράγαλο των γυναικών. Ο Κριστιάν Ντιορ είπε για τη Σανέλ: “Με ένα μαύρο πουλόβερ και δέκα σειρές μαργαριτάρια ξεσήκωσε την μόδα”. Η ίδια ήθελε ν’ ακούει ότι δημιουργεί στιλ κι όχι μόδα και το κατάφερε. Έλεγε: “Πρέπει να μιλάμε για τη μόδα χωρίς εξάρσεις, χωρίς ποίηση ή φιλολογία. Ένα ρούχο δεν είναι ούτε τραγωδία ούτε έργο ζωγραφικής. Είναι μια κομψή και εφήμερη δημιουργία κι όχι ένα έργο τέχνης που θα παραμείνει. Η μόδα πρέπει να πεθαίνει και μάλιστα γρήγορα, ώστε να ζήσει το εμπόριο”.
Κατά τη διάρκεια της παρουσίας των πρώτων γερμανικών στρατευμάτων στο Σεν Κεντέν (1914), η Σανέλ μεγαλουργούσε κι επηρέαζε τις γυναίκες με τις πρωτοπόρες ιδέες της. Ετσι, παρήγγειλε σ’ έναν ράφτη να της φτιάξει ένα παντελόνι. Έκοψε τα μαλλιά της κοντά και επέβαλε την ανυπακοή στα στερεότυπα, απελευθερώνοντας τις γυναίκες. Συνυπήρξε με το φεμινιστικό κίνημα ενδεχομένως κι ως μία εκ των οδηγών του, δίχως όμως να το επιδιώξει. Ισως, το δαιμόνιο μυαλό της να εκμεταλλεύτηκε κι αυτή την ανάγκη των γυναικών για αλλαγή, πρόοδο και ανεξαρτησία. Πάντως, η ίδια αρνήθηκε αμετανόητα το φεμινισμό κι αποδέχθηκε μόνο τη θηλυκότητα. Κόντυνε και τις φούστες, δημιουργώντας το περίφημο “μήκος Σανέλ” (λίγο πιο κάτω από το γόνατο) που ζητούσαν στις μοδίστρες τους οι κυρίες της εποχής.
Ανομολόγητος έρωτας
Η Μademoiselle σχετίστηκε με τους ανθρώπους της τέχνης και λέγεται ότι ο μεγάλος -μα ανομολόγητος έρωτάς- της ήταν αυτός με τον Ιγκόρ Στραβίνσκι, τον οποίο γνώρισε από τον φίλο της, Νταγκίλεφ.
Για ένα χρόνο, από το καλοκαίρι του 1920 μέχρι το καλοκαίρι του 1921 τον φιλοξενούσε -μαζί με τη γυναίκα του και τις τέσσερις κόρες του- στην έπαυλή της. Η Κοκό χρηματοδοτούσε τα ρωσικά μπαλέτα για την “Ιεροτελεστία της άνοιξης”.
Εκείνο το διάστημα λάνσαρε το “Νο 5”, ενώ ο Στραβίνσκι έγραφε “Τα 5 δάχτυλα”. “Όταν ασχολείσαι με τη δουλειά σου και τους άντρες, δεν σου μένει χρόνος για οτιδήποτε άλλο”, είπε η ανύπαντρη, “δεσποινίδα” ως το θάνατο, Σανέλ.
Το στίγμα του φασισμού την αποδομεί – Η πράκτορας “F-7124” των Ναζί
Όντως, ασχολήθηκε πολύ με πολλούς άντρες κι αυτό κάποιες φορές της στοίχισε. Κόντεψε να χρεοκοπήσει από τον Πολ Ιρίμπ, τον εθνικιστή διευθυντή κι αρχισυντάκτη του παρισινού περιοδικού, «Τemoin». Η Σανέλ φλέρταρε με τον ίδιο το φασισμό, όχι μόνο με συμπατριώτες της εθνικιστές και τους Ναζί. Η πληροφορία ότι κι η ίδια δεν συμπαθούσε τους κομμουνιστές, τους Εβραίους, τα συνδικάτα και τον σοσιαλισμό λειτούργησε επιβαρυντικά στη στοιχειοθέτηση του φακέλου της. Θεωρήθηκε ότι ήταν πράκτορας των Ναζί, η κατάσκοπος “F-7124” με το ψευδώνυμο “Γουεστμίνστερ”, λόγω της ερωτικής σχέσης της με τον Δούκα του Γουεστμίνστερ.
Οι κατηγορίες ανέφεραν ότι ήταν στρατολογημένη από τον εραστή της, Γερμανό αξιωματούχο της Γκεστάπο, τον βαρόνο, Χανς Γκίντερ φον Ντίνκλατζ. Ήταν 13 χρόνια μικρότερός της. Η Κοκό Σανέλ -όταν αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με τους Ναζί-, τόνισε ότι ήταν πρόκληση και ευκαιρία να σχετιστεί ερωτικά με έναν τόσο νέο άνδρα και με αυτό το φθηνό επιχείρημα προσπάθησε να δικαιολογήσει την αδικαιολόγητη επιλογή του εραστή της.
Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ “L’Ombre d’un Doute” (η Σκιά μιας Αμφιβολίας), η Κοκό Σανέλ δούλευε με την “Abwehr” (γερμανική Στρατιωτική Υπηρεσία Πληροφοριών), ως μέλος της μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών του Χίτλερ, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ήταν 57 χρόνων όταν ο Ντίνκλατζ την έφερε σε επαφή με τον βαρόνο Λουί ντε Βοφρελάν, πράκτορα της Γκεστάπο στο Μαρόκο, που επίσης δούλευε με την “Abwehr”. Αυτός της επέτρεψε να ζει επί σειρά ετών στον έβδομο όροφο του ξενοδοχείου Ριτζ, το οποίο η ίδια λάτρευε και τότε οι Γερμανοί το χρησιμοποιούσαν ως αρχηγείο της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας, Luftwaffe, στη Γαλλία. Στο ίδιο ξενοδοχείο σύχναζαν ο Χέρμαν Γκέρινγκ και ο Γιόζεφ Γκέμπελς. Εκεί, η Κοκό πέρασε τα τελευταία 37 χρόνια της ζωής της.
Σύμφωνα με το γαλλικό ντοκιμαντέρ η Σανέλ είχε αποστολή στη Μαδρίτη. Προσπάθησε να μεταπείσει τον πρωθυπουργό της Μ. Βρετανίας, Ουίστον Τσώρτσιλ. Του ζήτησε να αποδεχθεί την ανακωχή με τους Γερμανούς, όπως έπραξαν και οι Γάλλοι. Ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι ο Τσώρτσιλ αρνήθηκε την προσφορά λέγοντας ότι η Σανέλ: “επέδειξε απίστευτη μεγαλομανία και αφέλεια πιστεύοντας ότι μπορεί να του αλλάξει γνώμη”.
Ο Αμερικανός δημοσιογράφος, Χαλ Βόγκαν στο βιβλίο του «Στο κρεβάτι με τον εχθρό» επικαλείται και μια εκδοχή της αστυνομίας, σχετικά με το εν λόγω ταξίδι της Κοκό στη Μαδρίτη. Ηταν μαζί με τον Βοφρελάν σε αποστολή κατασκοπείας με στόχο να στρατολογήσουν άνδρες και γυναίκες, είτε να τους προσλάβουν είτε να τους εξαναγκάσουν να γίνουν πράκτορες για λογαριασμό της ναζιστικής Γερμανίας. Η Σανέλ γνώριζε προσωπικά και τον Σερ Σάμιουελ Χορ, πρέσβη της Βρετανίας στην Ισπανία, μέσω του Δούκα του Γουεστμίνστερ. Οι γνωριμίες της ήταν πολύτιμες για τους Ναζί.
Μετά την απελευθέρωση, η Σανέλ συνελήφθη από την κυβέρνηση του Ντε Γκωλ με την κατηγορία της συνεργάτιδας των Γερμανών. Αφέθηκε ελεύθερη μέσα σε λίγες ώρες με την παρέμβαση του Ουίνστον Τσώρτσιλ, στον οποίο επίσης την είχε συστήσει ο Δούκας του Γουεστμίνστερ. Ο Τσώρτσιλ μεσολάβησε μέσω του Βρετανού πρέσβη στη Γαλλία, Νταφ Κούπερ και απελευθερώθηκε. Την έσωσε από ενδεχόμενη καταδίκη, όπως επιθυμούσε η Γαλλική Αντίσταση και τη βοήθησε να φύγει στη Λωζάννη. Ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο Τσώρτσιλ δεν ήθελε να αποκαλυφθούν -σε μια πιθανή δίκη της Κοκό- τα φιλοναζιστικά σχέδια Βρετανών αξιωματούχων. Κατά τη μεταπολεμική διαδικασία της κάθαρσης από τους δωσίλογους συνεργούς των φασιστών, εξετάστηκαν 160.287 περιπτώσεις. Συνολικά, 7.037 άνθρωποι καταδικάστηκαν σε θάνατο, αλλά οι 1.500 εκτελέστηκαν. Οι υπόλοιποι φυλακίστηκαν. Το ντοκιμαντέρ που μεταδόθηκε από το κανάλι France 3 υποστηρίζει ότι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εξαφανίστηκαν αρχεία διάσημων Γάλλων που είχαν σχέσεις με τους Γερμανούς, προκειμένου να προστατευθεί η φήμη της χώρας.
Ο Γάλλος προδότης και γκεσταπίτης, Λουί ντε Βοφρελάν ή “V-Mann” -όπως αναφερόταν στα έγγραφα της “Abwehr”-, αποκάλυψε την Κοκό ως συνεργό του. Εκδόθηκε επείγον ένταλμα για τη Σανέλ, που επέστρεψε το 1946 στη Γαλλία, για να καταθέσει. Χαρακτήρισε “φαντασιώσεις” τους ισχυρισμούς του Βοφρελάν.
Το 2011, μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του Βόγκαν, ο οίκος Chanel προσπάθησε να προστατέψει το ισχυρό brand name του και τη φήμη του διαψεύδοντας κάθε σχέση της ιδρύτριάς του με τους Ναζί.
Η διαμάχη με τους Εβραίους
Η Κοκό Σανέλ πούλησε σε Εβραίους επιχειρηματίες, τους αδελφούς Βερτχάιμερ, τα δικαιώματα των αρωμάτων της, μεταξύ αυτών και του “Νο 5” με αντάλλαγμα το 10% επί των πωλήσεων, πολύ πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το 1924. Τότε, πλαστογράφησε το πιστοποιητικό γέννησης που της ζήτησαν, θέλοντας να έχει ένα επιπλέον κέρδος από αυτή την ιστορία. Έτσι, έγινε δέκα χρόνια πιο νέα, στα χαρτιά. Η Μademoiselle ήλπιζε ότι με τη βοήθεια των Ναζί που δεν επέτρεπαν στους Εβραίους να διατηρούν επιχειρήσεις θα έπαιρνε και πάλι στα χέρια της τα αρώματά της. Ωστόσο, οι Βερτχάιμερ, είχαν προβλέψει σωστά τις εξελίξεις και πρόλαβαν να μεταβιβάσουν την κυριότητα της εταιρείας σε… άριο, στον Γάλλο επιχειρηματία Φελίξ Αμιό.
Η επιστροφή και το τέλος
Το 1954, σε ηλικία 71 ετών, επέστρεψε από τη Λωζάννη οριστικά στο Παρίσι. Άνοιξε και πάλι τα μαγαζιά της, τα οποία είχε κλείσει το 1939 απολύοντας 4.000 υπαλλήλους. Είχαν απεργήσει το 1936 ζητώντας μικρότερα ωράρια και υψηλότερες αμοιβές. Η Σανέλ, με την επιστροφή της στη Γαλλία, σχεδίασε ξανά τις σπουδαίες δημιουργίες της και γιγάντωσε τις επιχειρήσεις της. Καθιερώθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά ήταν μόνη της και σχεδόν ανθρωποφοβική. Αφησε την τελευταία της πνοή όταν ήταν 88 χρόνων, στο Ριτζ, έχοντας σε περίοπτη θέση την εικόνα που της είχε δωρίσει ο Στραβίνσκι. Δύο ώρες μετά τον περίπατό της, εκείνη την Κυριακή του Ιανουαρίου του 1971, είπε στην καμαριέρα: “Ζαν, πνίγομαι” κι έπειτα μονολόγησε: “Είναι όπως όταν κάποιος πεθαίνει”. Μετά βάφτηκε, χτενίστηκε, ντύθηκε κι έφυγε… Ενταφιάστηκε στη Λωζάννη, στον τάφο που είχε σχεδιάσει η ίδια χωρίς πέτρα από πάνω. «Για την περίπτωση που θα ήθελα να ξαναβγώ», είχε πει.