Συνήθως κάνει την κίνηση ανάποδα. Κόβει προς τα μέσα από τα δεξιά και σαν άλλος Ρόμπεν στέλνει την μπάλα στο παραθυράκι. Αυτή τη φορά κρινόταν όμως μια θέση στον τελικό. Στο μυαλό του Αλεχάντρο «Παπού» Γκόμες δεν ήταν (ως συνηθίζει) να κάνει το ωραίο, αλλά το πρακτικό.
Πάτησε της περιοχή της Φιορεντίνα από τα δεξιά και σούταρε. Όχι με ιδιαίτερες αξιώσεις. Ο Λαφόντ όμως ήταν σε κάκιστο βράδυ, η μπάλα «ζωντάνεψε» στα χέρια του και κατέληξε στα δίχτυα. 2-1, ο Γκόμες τα είχε καταφέρει. Ως καπιτάνο οδήγησε την Αταλάντα στον πρώτο τελικό Κόπα Ιταλία μετά από 23 χρόνια. Έχοντας κερδίσει το πέναλτι από το οποίο προηγήθηκαν οι Μπεργκαμάσκι. Κι αν κόντρα στους «βιόλα» χρειάστηκαν και τύχη, ουδείς μπορεί να ισχυριστεί πως η «τριάρα» στη Γιουβέντους στον προηγούμενο γύρο ήταν αποτέλεσμα τυχαίο. Πήραν τον δύσκολο δρόμο.
Ο Παπού με το σφύριγμα της λήξης λύγισε στα γόνατα. Αυτός που δεν κρίθηκε ποτέ άξιος να αγωνιστεί σε μια από τις «μεγάλες ομάδες», είναι ο αρτίστας στην «μικρή» Αταλάντα του Τζιαν Πιέρο Γκασπερίνι που έχει μεγαλώσει τόσο ώστε να ανταγωνίζεται ολόκληρη Μίλαν για το τελευταίο εισιτήριο του Champions League.
Siamo in Finaleeeee!!! 🔵⚫️🙏🏻🙌🏻💪🏻🍀 @Atalanta_BC pic.twitter.com/dWNKWihxUL
— Roger Ibañez (@ibanez41oficial) April 26, 2019
Πρώτη γεύση Ιταλίας
Ποιος να του το έλεγε το 2010, όταν άφηνε την Αργεντινή για να αγωνιστεί για πρώτη φορά στην Ευρώπη, πως η μικρή πόλη της Βόρειας Ιταλίας θα γινόταν το δεύτερο σπίτι του. Εξάλλου η πρώτη εντύπωσή του από τη χώρα ήταν στη Σικελία. Η Κατάνια έχοντας τις διασυνδέσεις με την Αργεντινή -με 12 παίκτες από τη χώρα του τάνγκο στο ρόστερ της- τον έκανε δικό της από τη Σαν Λορέντσο, προλαβαίνοντας την Μπάρι. «Οι Ιταλοί του Νότου μοιάζουν πολύ με μας τους Αργεντινούς», είχε πει. Κι όντως στην Κατάνια του Ντιέγκο Σιμεόνε ξεχώρισε. Παρότι δεν καλοείδε την αλλαγή θέσης, με τον «τσόλο» να τον φέρνει από τον άξονα που αγωνιζόταν ως trequartista, στα άκρα. Ο λόγος; Αυτός που αποτέλεσε τροχοπέδη στην καριέρα του: η σωματοδομή του. Ο Σιμεόνε γνώριζε πως ο λιπόσαρκος, ύψους 1,65 Παπού, θα ήταν «βούτυρο» στο ψωμί των αμυντικών του Καμπιονάτο.
Μια σειρά από ατυχή γεγονότα
Λογική συνέχεια θα ήταν ο Σιμεόνε που τον έπλασε ποδοσφαιρικά, να τον πάρει μαζί του στην Ατλέτικο Μαδρίτης, σωστά; Ο Γκόμες δεν είναι από τους πρωταγωνιστές των ιστοριών που τα πάντα εν τέλει ξεδιπλώνονται ευνοϊκά στο δρόμο τους. Η Ατλέτικο δεν είχε τη σημερινή της οικονομική ευρωστία, τα χρήματα που ζητούσε η Κατάνια ήταν πολλά και κάπως έτσι κατέληξε στην Μέταλιστ Χάρκιβ. Ενδεικτικά από τους λατινοαμερικάνους που πούλησαν τότε οι Σικελοί, ο Χόρχε Μαρτίνες (ποιος;) πήγε στη Γιουβέντους και ο Μάξι Λόπες στη Μίλαν. Εκείνος όμως βρέθηκε σε μια ομάδα που αγωνιζόταν στο Champions League μεν, αλλά σε χώρα με έκρυθμη πολιτική κατάσταση, εν μέσω πολέμου, με τον καιρό και τον τρόπο ζωής να τον κάνουν να βλέπει ακόμα πιο «μαύρη» την περίοδό του στην Ουκρανία. Γι’ αυτό και δεν διήρκεσε πολύ.
Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που του συνέβαινε κάτι ανάλογο με τις ομάδες που αγωνιζόταν. Στα ξεκινήματά του ακόμα, στην Άρσεναλ Σαραντί απ’ όπου αναδείχτηκε, αναγκάστηκε να αποχωρήσει το 2009 λόγω οικονομικών προβλημάτων, για να πάει στη Σαν Λορέντσο των επίσης τρομερών διοικητικών ανωμαλιών! Παρότι ο έρωτας του φανατικού κοινού του «Νουέβο Γκασόμετρο» μαζί ήταν άμεσος, ήταν από τους λίγους διασωθέντες μιας κακής σεζόν. Δεν θα μπορούσαν άλλωστε να μη λατρέψουν έναν παίκτη που παίζει για το ωραίο, για να το ευχαριστιέται ο ίδιος πρωτίστως. Αϊμάρ, Ρικέλμε και Ντελ Πιέρο που έχει χαρακτηρίσει ο ίδιος είδωλά του, είναι επιλογές που στάζουν ποιότητα. Περίεργο για Αργεντινό να μην αναφέρει τον Μαραντόνα, αλλά η πολυτάραχη ζωή του δεν ήταν του γούστου του Γκόμες, που βάζει πάνω απ’ όλα την οικογένεια. Αυτή τον οδήγησε στο μέρος όπου έμελλε να γνωρίσει επιτέλους την καταξίωση που του αξίζει, το Μπέργκαμο.
Παπού Γκόμες, ένας ωραίος τύπος
Η τραγική σεζόν στο Χάρκοβο και το γεγονός ότι επέστρεψε στην Ιταλία για την μικρομεσαία Αταλάντα το 2014 δεν ήταν ό,τι καλύτερο για τις πιθανότητες κλήσης του στην εθνική ομάδα. Παρότι ήταν μέλος της Κ20, συμπαίκτης με τους Σέρχιο Ρομέρο, Μπανέγκα, Ντι Μαρία, δεν κλήθηκε ποτέ στην «αλμπισελέστε» μέχρι το 2017 και τον Σαμπάολι. Δεν κατάφερε όμως κερδίσει θέση για το ρόστερ του Μουντιάλ. Ισως επειδή δεν παίζει σε μεγάλη ομάδα. Όμως σε τελική ανάλυση αυτό ακριβώς είναι που τον κάνει τόσο διαφορετικό.
Στα 31 του πλέον, είναι ο Παπού (ς) σε ένα κλαμπ που παραδοσιακά στηρίζεται στις ακαδημίες. Δημιουργεί παίκτες και τους πουλάει για να επιβιώνει στον κόσμο των μεγάλων του ιταλικού ποδοσφαίρου. Μετά την περσινή υπερβατική σεζόν, που επανέλαβε το επίτευγμα του Κανίγια βγάζοντάς την στην Ευρώπη, θεωρήθηκε πως η υπέροχη στο μάτι ομάδα του Γκασπερίνι θα διαλυθεί.
Κι όμως στις 15 Μαΐου θα διεκδικήσει το δεύτερο τρόπαιο της ιστορίας της, αν αυτό δεν είναι η δικαίωση του Παπού Γκόμες, τότε τι; Κι αν η Λάτσιο κατακτήσει το κύπελλο, δεν υπάρχει κανείς που δεν έχει παραδεχτεί τον τύπο με τα πρωτότυπα περιβραχιόνια, τον πανηγυρισμό «χορός μετά από πέντε ώρες σε κλαμπ» που έχει γίνει viral ή να μην βγάζει το καπέλο σε κάποιον που δηλώνει ξάστερα πως «για μένα δεν υπάρχει δίλημμα ανάμεσα στο αν θέλω να είμαι πρώτος στην Αταλάντα ή αναπληρωματικός σε μια μεγάλη ομάδα. Ποτέ δεν θα πάω σε ομάδα για να είμαι στον πάγκο, ούτε καν σε διεκδικήτρια του Σκουντέτο. Δεν είναι αλαζονεία, δεν θέλω να κάνω το φαινόμενο, απλά πιστεύω στον εαυτό μου και στο παιχνίδι μου. Δεν αισθάνομαι κατώτερος από κανέναν».