ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Αντριάνο Τοπάλι: Η νύχτα που πέρασε τα σύνορα!

Η ανατριαχιαστική αφήγηση του Αντριάνο Τοπάλι. Η φυγή στην Ελλάδα. Οι χειροβομβίδες στον Αλβανικό εμφύλιο. Ο εμπρησμός του σπιτιού του

Τοπάλι
Συντάκτης: Νίκος Μπουρλάκης Χρόνος ανάγνωσης: 13 λεπτά

«Ξύπνα φεύγουμε»… Ο Αντριάνο Τοπάλι ήταν δυόμιση ετών όταν η μητέρα του, τον ξύπνησε, ξημερώματα, για να επιβιβαστούν στο ταξί και να κατευθυνθούν προς την Ελλάδα. Έπρεπε να φύγουν από την Αλβανία. Ο εμφύλιος είχε δημιουργήσει χάος. Ο μικρός Αντριάνο άκουγε τον ήχο από τις σφαίρες δίπλα του. Δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι του.

Ο πατέρας του ήταν Διοικητής στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Με το που προκλήθηκε το χάος, έγινε στόχος! Άμεσα… Η μητέρα του ήταν καθηγήτρια στο Γυμνάσιο της περιοχής. ‘Επρεπε να φύγουν. Η Αλβανία, η πατρίδα τους, δεν τους παρείχε πλέον καμία ασφάλεια. Ο μικρός Αντριάνο (και η αδερφή του, Εύα που ήρθε στη ζωή στην Ελλάδα) χρειαζόταν ένα καλύτερο μέλλον.

Πέρασαν τα σύνορα νόμιμα, με βίζες. Κανονικά… Στην Ελλάδα άρχισε μια νέα διαδικασία. Από Διοικητής της αστυνομίας, οικοδόμος. Από καθηγήτρια σε Γυμνάσιο, καθαρίστρια. «Ο νόμος του μετανάστη, πρέπει να επιβιώσει και κάνει ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ» όπως μας λέει ο Αντριάνο Τοπάλι, νυν παίκτης της Δάφνης Δαφνίου, στέλεχος της Εθνικής Αλβανίας αλλά και κάτοχος ελληνικής ταυτότητας μετά από χρόνια.

Που έζησε τον ρατσισμό αλλά το ξεπέρασε. Που αγαπάει την Ελλάδα για όσα του έδωσε. Αλλά που φυσικά και αγαπάει την πατρίδα του, την Αλβανία, έστω κι αν δεν πρόλαβε να την γνωρίσει.

Ο Αντριάνο Τοπάλι αφηγείται…

Η συνέντευξη αυτή του Αντριάνο Τοπάλι, θα μπορούσε να είναι μια απλή αφήγηση. Να του «επιτρέψεις» να γυρίσει πίσω το χρόνο, να ξαναθυμηθεί τον Αντριάνο των δυόμιση ετών που αποχώρησε τρομαγμένος από την Αλβανία. Τον λίγο μεγαλύτερο Αντριάνο που άρχισε να αγαπάει το μπάσκετ. Που μέχρι τα 14 δεν προσκλήθηκε ποτέ σε παιδικό πάρτι. Που έμαθε να τιθασεύει την οργή από την αδικία και να την μετατρέπει σε αγάπη κι ευγνωμοσύνη. Που έμαθε να δουλεύει από μικρός. Που για τους Έλληνες ήταν Αλβανός και για τους Αλβανούς ήταν Έλληνας. Που δεν θα ξεχάσει ποτέ τον κύριο Κώστα Τζιβελέκα. Και που τώρα τα θυμάται όλα αυτά σαν ένα ασπρόμαυρο φιλμ…

-Από πότε είσαι στην Ελλάδα.

Από το 1997. Ήμουν δυόμιση ετών

-Δύσκολες εποχές…

Ισχύει. Δύσκολες συνθήκες. Βέβαια ήρθαμε εύκολα, δεν ήρθαμε από τα βουνά, ούτε λαθραία. Βέβαια, υπήρχε ένα θέμα τότε και θα σας εξηγήσω τι έγινε. Το 1997 έγινε μας εμφύλιος στην Αλβανία και άνοιξαν οι φυλακές. Έτσι όσοι ήταν μέσα βρήκαν την ευκαιρία να φύγουν και να πάνε σε γειτονικές μας χώρες.

Δυόμιση χρονών ήταν ο Αντριάνο Τοπάλι όταν ακολούθησε τους γονείς του στην Ελλάδα, στον δρόμο για ένα καλύτερο μέλλον

-Μπορείς να θυμηθείς εκείνη τη βραδιά;

Ήμουν δυόμιση χρονών. Έπεφταν χειροβομβίδες έξω από το σπίτι μου. Δεν ήξερες αν θα ζήσεις. Για να καταλάβετε… Ήταν μικρά παιδιά με Καλάσνικοφ και έβαζαν στοίχημα ποιος θα έχει τον καλύτερο στόχο. Ήταν χάος… Αποτέλεσμα; Ο πατέρας μου μας πήρε με τη μητέρα μου να φύγουμε. Στην Ελλάδα γεννήθηκε η αδερφή μου, τότε είχαν μόνο εμένα.

Το πέρασμα στην Ελλάδα

-Δεν ήρθατε λοιπόν λαθραία, κρυφά, μαζί με τους βαρυποινίτες που όταν άνοιξαν οι φυλακές έφτασαν στην Ελλάδα.

Οι πρώτοι που έφτασαν ήταν οι «κακοί». Γι’ αυτό μας είχε βγει κι εμάς το όνομα. Έφυγαν επειδή άνοιξαν οι φυλακές και ήθελαν να γλιτώσουν.Ο πατέρας μου ήταν διοικητής μας αστυνομίας και η μητέρα μου ήταν καθηγήτρια στο Γυμνάσιο. Φανταστείτε λοιπόν ότι από τη στιγμή που ξέσπασε εμφύλιος, ο πατέρας μου έγινε πρώτος στόχος απ’ εκείνους που είχε βάλει στη φυλακή. Αφού φύγαμε, δύο μέρες μετά μας έκαψαν το σπίτι. Πέταξαν χειροβομβίδες στο σπίτι μας και το κατέστρεψαν.  Ο πατέρας μου ήταν διοικητής κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα. Σ’ ένα προάστιο στο Αργυρόκαστρο. Ελληνικό χωριό, λέγεται Γεωργιτσάτι. Υπάρχει ακόμα το χωριό με την ίδια ονομασία. Ζούσαν μαζί, είχαν καλές σχέσεις οι κοινότητες. Μιλούσαν κι ελληνικά και αλβανικά.

-Τι εικόνες μένουν σε ένα παιδί δυόμιση ετών;

Το να βλέπεις κάποιον να πυροβολεί στον δρόμο… τι να πω;. Να βλέπεις σπίτια να ανατινάζονται, να παίρνουν φωτιά. Ήταν ένα χάος. Και ειδικά όταν είσαι μικρός, επειδή φοβάσαι, το ζεις πιο έντονα.

Από τα σύνορα στην Δάφνη

-Πάντως όπως κατάλαβα δεν φύγατε δύσκολα

Ήταν εύκολο να φύγουμε. Λόγω του ότι ο πατέρας μου πηγαινοερχόταν στα Γιάννενα και είχαν συνεργασίες με μας αντίστοιχους διοικητές από την άλλη πλευρά. Σε ένα βράδυ έφτιαξε και σε εμάς βίζες κι έτσι ήρθαμε.  Είχαμε συγγενείς εδώ, είχαν έρθει από πιο παλιά. Οι θείοι μου έμεναν στην Δάφνη κι έτσι είχαμε ένα σπίτι να μείνουμε. Ένα στενό από το πρώτο σπίτι που ήρθαμε, μένω τώρα εγώ. Θα μπορούσαμε μετά από  κάποια χρόνια να πάμε αλλού ειδικά όταν γεννήθηκε και η αδερφή μου, η Εύα. Είχα δεθεί με την περιοχή. Είχα φίλους, τις παρέες μας και οι γονείς μου βρήκαν την καθημερινότητά μας. Εξυπηρετούσε και το μετρό για τις δουλειές μας…

-Τι δουλειά μπορεί να κάνει στην Ελλάδα ένας διοικητής της Αλβανικής αστυνομίας;

Οικοδόμος…Εκανε και διάφορες δουλειές. Η συμπεριφορά κάποιου που μεταναστεύει είναι να κάνει δουλειές. Ήταν αρκετά δύσκολα τα πράγματα αλλά έχουν περάσει…

Μέχρι τα 14 ο Τοπάλι δεν είχε πάει σε παιδικό πάρτι

-Εσύ πως ήσουν; Είχες περιπτώσεις ρατσισμού ώστε να παλεύεις να αποδείξεις ότι είστε… καλοί, νόμιμοι και όχι παράνομοι;

Μέχρι τα 14-15 ήμουν κι εγώ… τσόγλανος με την καλή έννοια. Τσακωνόμουν για το παραμικρό, είχα βιώσει τον ρατσισμό έντονα. Με το που ήρθα… Το αισθανόμουν παντού. Στο σχολείο που παίζαμε μπάλα. Τα κορίτσια με απέκλειαν. Σε παιδικό πάρτι πήγα πρώτη φορά όταν ήμουν 14 ετών. Είναι πολύ κακό αυτό. Κι εύχομαι να μην το ζήσει κανένα παιδάκι. Είναι δύσκολο να το ζεις και να είσαι μικρός.

Το χειρότερο είναι οι γονείς μας που δεν γνωρίζουν καλά τη γλώσσα και να μην καταλαβαίνουν τι ακριβώς θέλει να μας πει ο καθηγητής μου. Γιατί τη γλώσσα την έμαθαν μέσα από την καθημερινότητά μας, πηγαίνοντας στον φούρνο για ψωμί για παράδειγμα. Ερχόταν ο πατέρας μου, του έλεγε η καθηγήτριά μου ότι βίωνα ρατσισμό αλλά δεν ήξερε τι να κάνει για να με βοηθήσει.

-Όλα αυτά ευτυχώς είναι παρελθόν.

Εχω φτάσει πλέον σε ένα σημείο που δεν με απασχολεί. Μέχρι το 2004 που άρχισα να καταλαβαίνω πράγματα, βίωνα τον ρατσισμό σκληρά και καθημερινά. Στην αρχή έκλαιγα από τα νεύρα μου. Ήταν σα να έπρεπε να εξηγήσω κάτι αλλά δεν με καταλάβαιναν. Ουσιαστικά δεν είχα τίποτα να εξηγήσω. Άνθρωποι είμαστε όλοι. Δεν έχουμε διαφορές.

Ο Τοπάλι είναι ευγνώμων στους δασκάλους του

-Οι καθηγητές σου, οι δάσκαλοί σου ήταν εντάξει στη συμπεριφορά τους;

Σούπερ… Κανείς από μας δασκάλους ή μας καθηγητές μου δεν με ξεχώρισε από τα άλλα παιδιά. Και οφείλω να πω ότι είμαι ευγνώμων μας δασκάλους μου.

Διαβάστε επίσης: Νεσρίν, η πρώτη γυμνάστρια με τεχνητό μέλος στην Euroleague

-Σπούδασες στην Ελλάδα;

Όχι δεν σπούδασα κάτι. Πέρασα στην Χαλκίδα, στο Μηχανολογικό και δεν έκανα μηχανογραφικό γιατί ήθελα να ασχοληθώ με το μπάσκετ και δεν γινόταν να πάω στην Χαλκίδα. Έτσι κι αλλιώς είχα μάθει από μικρός να δουλεύω. Έκανα διάφορες δουλειές μαζί με τον πατέρα μου. Ήταν ένας κύριος κοντά στο σπίτι μας που είχε μεταφορική εταιρεία. Πήγαινε ο πατέρας μου να δουλέψει, πήγαινα κι εγώ, μικρός, για να βοηθήσω. Έπαιρνα κανένα μεροκάματο. Έτσι, στα μαύρα, δεν ντρέπομαι να το πω. Εβγαζα χαρτζιλίκι για να μπορώ να τα βγάζω πέρα. Πάντα ήθελα να είμαι αυτόνομος και να μη ζητώ λεφτά από μας γονείς μου.

Τα είδωλά του

-Μπορώ να υποθέσω ότι με όσα περάσατε, οι γονείς σου είναι οι… ήρωές σου. Τα είδωλά σου.

Βέβαια… Οι γονείς μου και τα ξαδέρφια μου. Τα βρήκα εδώ στην Ελλάδα, έχουν φύγει τώρα και μου λείπουν. Τα ξαδέρφια μου με έβαλαν στο δρόμο να μην ασχολούμαι με όσα μου έλεγαν. Όπως είπα πριν μέχρι τα 14-15 μου χρόνια τσακωνόμουν στο δρόμο. Κάτι μου έλεγαν και αντιδρούσα. Δεν άντεχα την αδικία και το ίδιο ισχύει ακόμα και τώρα, ακόμα κι αν πρόκειται για μας. Θα μπω σε καβγά όταν δω ότι κάποιος έχει αδικηθεί. Είμαι τέτοιος τύπος γιατί το έχω βιώσει στο πετσί μου.

Όμως τα ξαδέρφια μου πραγματικά μου λείπουν πολύ γιατί μέχρι τα 15-16 μου χρόνια που έκανα… μαγκιές και τέτοια με πιάσανε και μου μίλησαν σωστά. Με έπεισαν ότι θα πρέπει να ασχολούμαι μόνο με το τι είναι καλό για εμένα και όχι με το τι κάνουν οι άλλοι. Μας κάνουν ό,τι θέλουν οι άλλοι. Εγώ έχω τη ζωή μπροστά μου, πάω σχολείο και πρέπει να δω τι θα κάνω. Διότι οι γονείς μου, σηκώθηκαν κι έφυγαν και χάλασαν τη ζωή μας για να φτιάξουν τη δική μου και μας αδερφής μου. Εγώ μπορώ να τα καταφέρω; ΟΚ το κάνω. Δεν μπορώ; Το πολύ πολύ να ξαναγυρίσω πίσω.

-Πότε ξαναπήγες στην Αλβανία;

Αφότου είχαμε έρθει εδώ μετά από 7-8 χρόνια ξαναπήγα στην Αλβανία.

-Επέστρεψαν οι εικόνες εκείνης της νύχτας;

Μετά απ’ εκείνη τη βραδιά που δεν καταλάβαινα και πολλά. Ήμουν φοβισμένος, έκλαιγα. Θυμάμαι την μητέρα μου να μου λέει «σήκω, φεύγουμε». Μπήκα στο ταξί, κοιμήθηκα και ξύπνησα όταν είχαμε φτάσει στην Δάφνη στους συγγενείς μας. Τα σύνορα από το σπίτι ήταν πέντε λεπτά. Μπορείς να πεις ότι είχαμε και τύχη που ήμασταν τόσο κοντά.

Η πρώτη επιστροφή στην Αλβανία

-Περιέγραψέ μας την πρώτη φορά που επέστρεψες στην πατρίδα σου.

Την πρώτη φορά δεν πήγα εκεί που είχα μεγαλώσει. Ήμασταν εκεί λόγω της δουλειάς του πατέρα μου. Από τον παππού και την γιαγιά, να καταλάβετε, δεν είχα και τόσες αναμνήσεις. Το χωριό μου απέχει μια ώρα από τα Τίρανα, είναι κάτω από τα Λούζνια, παραθαλάσσιο μέρος, υδροβιότοπος.  Ονομάζεται Ντιβιάκ. Όλη η οικογένειά μου και του πατέρα μου και της μητέρας μου είναι εκεί. Όσο μπορώ πάω εκεί. Να δω τον παππού, που δυστυχώς τον έχω χάσει εδώ και δύο χρόνια, τη γιαγιά, τα ξαδέρφια μου. Θέλω να κρατάω επαφή. Ακούω κάθε χρόνο ότι υπάρχει εξέλιξη. Τα πράγματα πάνε καλύτερα και το βλέπω.

-Πλέον έχεις και την ελληνική ταυτότητα;

Ναι… Μετά από αρκετό καιρό έχω και την ελληνική ταυτότητα.

-Και είσαι μέλος της Εθνικής Αλβανίας.

Στην Εθνική ομάδα με κάλεσαν πρώτη φορά το 2016. Ήταν προπονητής ο Τόνης Κωνσταντινίδης. Ωραίος άνθρωπος. Δουλέψαμε πολύ καλά. Απ’ ότι άκουγα και πρώτη φορά σαν… άντρας μάλιστα, γινόταν κάτι σοβαρό με προδιαγραφές. Και με τον Αντώνη Δούκα, μετά, που ανέλαβε στην θέση του Κωνσταντινίδη ήμουν παρών. Κάναμε μια νίκη μετά από οχτώ χρόνια. Είχαμε επικρατήσει της Σλοβακίας. Ήταν κάτι πολύ σημαντικό για εμάς και για το επίπεδό μας.

Στην Ελλάδα, Αλβανός και στην Αλβανία, Έλληνας!

-Πέρασες το… κλασικό να είσαι εδώ Αλβανός κι εκεί να είσαι Έλληνας;

Βεβαίως… Κι εδώ είναι η μεγαλύτερη πλάκα. Ερχόμουν εδώ και με έλεγαν Αλβανό και πήγαινα επάνω και οι… δικοί μου με έλεγαν Έλληνα. Ότι έχω αλλάξει νοοτροπία ότι πλέον είμαι Έλληνας, ότι ζω εκεί και ότι δεν είμαι δικός τους. Μεταξύ σοβαρού και αστείου βέβαια, αλλά με το χιούμορ λες πάντα τα πιο σοβαρά πράγματα.

-Εντάξει, Αλβανός είσαι βέβαια. Αλλά η Ελλάδα είναι για σένα κάτι ξεχωριστό. Σαν δεύτερη πατρίδα να υποθέσω;

Η πατρίδα μου είναι η Αλβανία κι αυτό δεν αλλάζει. Είμαι απ’ εκεί, είμαι υπερήφανος που είμαι απ’ εκεί και δεν την αλλάζω. Όμως επειδή έχω μεγαλώσει εδώ, ό,τι έχει γίνει παλαιότερα με τον ρατσισμό, δεν κρατάω τίποτα. Στην Ελλάδα έχω μεγαλώσει, έχω αγαπήσει και αγαπηθεί. Έχω ξεχάσει τα πάντα. Άλλωστε όλα αυτά τα δύσκολα με βοήθησαν, με έκαναν να σταθώ στα πόδια μου. Στα 26 μου έχω διαμορφώσει μια προσωπικότητα. Δεν λέω ότι είμαι… κάποιος. Όπου έχω φτάσει, για μένα είναι σημαντικό. Εχω καταφέρει να μη με ταϊζουν οι γονείς μου, να προσφέρω στο σπίτι μου, να έχω φίλους. Όλα αυτά τα έχω καταφέρει στην Ελλάδα και γι’ αυτό την αγαπάω και θα είναι η δεύτερη πατρίδα μου. Είναι πολύ μικρή αυτή η γραμμή που χωρίζει την πατρίδα μου την Αλβανία από την Ελλάδα γιατί τα αισθήματα είναι περίπου τα ίδια. Δεν ξέρω αν μπορείτε να το καταλάβετε.

Τοπάλι και  ώρα του μπάσκετ

-Το μπάσκετ πως έφτασε στη ζωή σου;

Μεγαλώνοντας λοιπόν πίσω από το κλειστό «Μιχάλης Μουρούτσος» έχει κάτι σχολεία. Κι εκεί μαζευόμασταν και παίζαμε ποδόσφαιρο. Εκεί έκανε προπόνηση ο Κένταυρος Δάφνης, ομάδα μπάσκετ. Μια μέρα, ήταν νομίζω 2000 ή 2001 έπαιζε η Δάφνη, αν θυμάμαι καλά με τον Άρη. Εγώ ήμουν πολύ μικρός, με έπαιρναν μαζί για να συμπληρώνουν τις ομάδες. Φεύγοντας λοιπόν από το ποδόσφαιρο περάσαμε έξω από το κλειστό. Ακούγαμε τα συνθήματα, είδαμε κόσμο, αστυνομία μαζεμένη. «Παίζει η Δάφνη» άκουσα που έλεγαν. «Μπάσκετ» μου είπαν.

Δεν είχα ξανακούσει τη λέξη, αλλά με το που την άκουσα θεώρησα ότι το μπάσκετ είναι κάτι πολύ ωραίο. Μπαίνουμε μέσα να δούμε… Και παθαίνω σοκ. Είδα τόσο πολύ κόσμο να αγαπάει αυτό που βλέπει. Υπήρχαν οπαδοί τόσο της Δάφνης όσο και του Άρη. Εμπαινα μπροστά- μπροστά στα κάγκελα, ως μικρότερος κι έβλεπα τα πάντα.

Κάπως έτσι άρχισα το μπάσκετ. Ρωτούσα στο σχολείο τη γυμνάστρια, μου έλεγε κάποια πράγματα. Ρωτούσα τον πατέρα μου και την μητέρα μου που δεν είχαν ιδέα. Άρχισα να ασχολούμαι, με πήγε η μητέρα μου στον Κένταυρο Δάφνης με προπονητή τον Φάνη Ματιάτο. Ηταν προς το τέλος της χρονιάς. Ηρθε το καλοκαίρι, παίζαμε μπάλα συνέχεια. Όλη η παρέα μου έπαιζε ποδόσφαιρο… Φανταστείτε ότι τότε είχαμε τρεις μήνες διακοπές.

Η Δάφνη

-Και μετά ήρθε η μεγάλη αγάπη η Δάφνη;

Πήγα δέκα χρονών, είχα βαρεθεί να παίζω ποδόσφαιρο και ζήτησα από τη μητέρα μου να ξαναπαίξω μπάσκετ. Και με έγραψε στην Δάφνη. Μου ακουγόταν κάτι… τρομερό. Διότι στο διάστημα που είχε προηγηθεί εγώ συνέχιζα να πηγαίνω στο γήπεδο. Θυμάμαι να φανταστείτε ακόμα τον Μπακ Τζόνσον. Ή τον Φίλιππο Μοσχοβίτη που μετά από χρόνια τον βρήκα και αντίπαλο. Ή ακόμα Παναγιωταράκο, Ναχάρ, Δανιήλ, Σταυρακόπουλο, τόσους ακόμα…

Που τους θυμάμαι όλους. Συνέχισα να παίζω μπάσκετ στην Δάφνη και θυμάμαι που ερχόταν ο κύριος Κώστας Τζιβελέκας στα ανοιχτά της Γυμναστικής Ακαδημίας που κάναμε προπόνηση.

Ο πολύ σημαντικός Κώστας Τζιβελέκας

-Ο Κώστας Τζιβελέκας…. Πολύ σημαντικός άνθρωπος στη ζωή σου, να υποθέσω;

Ο κύριος Τζιβελέκας είναι ένας από τους καλύτερους ανθρώπους του κόσμου. Και δεν πρόκειται να τον ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Με έχει βοηθήσει πάρα πολύ. Ερχόταν στο γήπεδο και μας ρωτούσε συνέχεια αν έχουμε κάποιο πρόβλημα, αν είναι όλα εντάξει στο σπίτι. Αν χρειαζόμαστε κάτι…Θυμάμαι μια μέρα που είχα πάει στην προπόνηση με κοντές κάλτσες, δεν ήξερα. Μου λέει «αγόρι μου δεν έχεις μακριές κάλτσες;». Του απαντάω «δεν ξέρω, πρέπει να φοράμε μακριές;». Μου ζήτησε να πάω μαζί του στο αυτοκίνητό του. Ανοίγει την πόρτα και είχε μέσα διάφορα από το υλικό της ομάδας. Μου δίνει δύο ζευγάρια κάλτσες.

Η κίνηση αυτή, να έρθει ο πρόεδρος σε ένα παιδί, που ήταν στις Ακαδημίες και να του δώσει κάλτσες, έμεινε για πάντα. Δεν ξέρω τι να πω γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Να θυμηθώ ότι πήγαινα στα ζαχαροπλαστεία του και ποτέ δεν μου έπαιρνε ένα ευρώ; Κι εγώ όμως τρελαινόμουν για την Δάφνη! Την αγαπούσα και την αγαπάω πολύ αυτή την ομάδα. Πάω όποτε μπορώ και την βλέπω, ακόμα και τώρα που παίζει στην ΕΣΚΑ. Ο κύριος Τζιβελέκας είναι ο άνθρωπος που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Αν μου πει κάποιος  να θυμηθώ κάποια πράγματα από το μπάσκετ, το πρώτο είναι ο κύριος Τζιβελέκας. Μετά είναι η άνοδος μ’ εκείνη την εκπληκτική ομάδα του Αμύντα. Τρομερή παρέα, τρομερή ομάδα όπως και οι παράγοντες του Αμύντα. Και δυστυχώς οι τραυματισμοί μου. Εχω χειρουργείο και στα δύο γόνατα. Πάντως ο κύριος Κώστας θα είναι πάντα ο πρώτος. Με έκανε να αγαπήσω το μπάσκετ και με έκανε καλύτερο άνθρωπο. Έβαλα και τους τραυματισμούς. Εντάξει αυτοί είναι περαστικοί. Οι φιλίες και οι σχέσεις ζωής, μένουν.

Και για επίλογο…

Ο Αντριάνο Τοπάλι τα είπε όλα… Άνετος. Χωρίς να κομπάζει κάπου. Ακόμα κι εκείνη η νύχτα είναι πια πολύ μακρινή. Δούλεψαν όλοι, έφτιαξαν τη ζωή τους και όλα έμειναν πίσω. Ακόμα και τα δύο χειρουργεία στα γόνατα (τώρα αποθεραπεύεται από το δεύτερο) δεν του… λένε κάτι!

Τι θα μπορούσαν να του πουν άλλωστε με όσα έχει περάσει; Και στα οποία ΝΙΚΗΣΕ

Exit mobile version