Μπεν Μπεντίλ: Στο ένα χέρι κρατάει τη Βίβλο, στο άλλο μία μπάλα μπάσκετ
«Μου λείπει η μητέρα μου». «Μού λείπει η οικογένειά μου». «Αλλά έχω μία αποστολή. Να παίξω μπάσκετ και να τους βοηθήσω». Η διαδρομή από το Σεκόντι της Γκάνας, μέχρι το Περιστέρι και τη Basket League είναι απίθανη. Ο Μπεν Μπεντίλ δεν είναι μοναχά ένας αθλητής. Δεν παίζει μόνο μπάσκετμπολ. Ο βίος του είναι μία απίθανη...«Μου λείπει η μητέρα μου».
«Μού λείπει η οικογένειά μου».
«Αλλά έχω μία αποστολή. Να παίξω μπάσκετ και να τους βοηθήσω».
Η διαδρομή από το Σεκόντι της Γκάνας, μέχρι το Περιστέρι και τη Basket League είναι απίθανη. Ο Μπεν Μπεντίλ δεν είναι μοναχά ένας αθλητής. Δεν παίζει μόνο μπάσκετμπολ.
Ο βίος του είναι μία απίθανη αφήγηση.
Κόντρα σε όλα τα προγνωστικά.
Απέναντι σε όλες τις πιθανότητες.
Από το σχεδόν τίποτα, στην αναζήτηση του… κάτι.
Όλα αυτά με τα χέρια του γεμάτα.
Στο ένα χέρι, η Βίβλος που του έδωσε η μητέρα του, την ημέρα που άφηνε τη Γκάνα για ένα καλύτερο αύριο στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στο άλλο, η πορτοκαλί μπάλα.
«Ο αποχωρισμός ήταν δύσκολος. Λατρεύω τη μητέρα μου. Είμαι αυτό που λένε, το αγόρι της μαμάς. Πάντα μου έλεγε πως έχω μία αποστολή. Και πως ο Θεός μου έδωσε μία ευκαιρία να βοηθήσω την οικογένειά μου. Να έχω αντίκτυπο στη ζωή των άλλων.
Αισθάνθηκα πως πάω στον… πόλεμο. Και έπρεπε να κατακτήσω όσα πιο πολλά μπορώ. Να ξεπληρώσω όσα περισσότερα μπορώ στη μητέρα μου, για τις θυσίες που έκανε για να μεγαλώσει εμένα και τα αδέλφια μου», εξήγησε στο Sportime.gr ο 23χρονος φόργουορντ.
Και συνέχισε, ανασύροντας τις αναμνήσεις του από εκείνη την ημέρα: «Ακόμη το θυμάμαι. Εκείνη την ημέρα η μητέρα μου, μου έδωσε τη Βίβλος της. “Αυτό είναι το μόνο που μπορώ να σου δώσω, δεν έχω 100 δολάρια για να πάρεις μαζί σου, μόνο αυτό”, μου είχε πει. Ήταν σίγουρη πως ο Θεός θα με προσέχει και ότι θα κάνω την οικογένειά μου περήφανη. Αυτή τη Βίβλο την έχω πάντα μαζί. Με ακολουθεί όπου πηγαίνω».
Ο Μπεντίλ ταξίδεψε μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες, το 2015, όχι μόνο για να παίξει μπάσκετ, αλλά και για να μορφωθεί.
Αναζητούσε εκείνη την ευκαιρία που του έλεγε η γιαγιά του, όταν ακόμη ζούσε στη Γκάνα. «Θα έρθει μία φορά και πρέπει να την εκμεταλλευτείς», εξήγησε ο Μπεντίλ.
Και δεν έχει άδικο.
Ακόμη και το Περιστέρι είναι μία από τις ευκαιρίες που του έχουν παρουσιαστεί στη ζωή του.
-Αλήθεια, πως αισθάνεσαι που είσαι μέλος μίας αήττητης ομάδας;
«Είναι και καλό και κακό. Δουλεύουμε σκληρά και η θέση μας στον βαθμολογικό πίνακα είναι το αποτέλεσμα. Ο κόπος μας. Αυτό είναι το θετικό.
“Πάρε αυτή τη Βίβλο. Είναι το μόνο που μπορώ να σου δώσω, δεν έχω 100 δολάρια για να πάρεις μαζί σου, μόνο αυτό”
Το… αρνητικό είναι πως όλοι θέλουν να μας νικήσουν. Αυτό μας δίνει μία διαφορετική αίσθηση. Νομίζω ότι το διασκεδάζουμε περισσότερο, να είμαστε κόντρα σε όλους και σε όλα. Σε κάθε παιχνίδι ο κόουτς κάνει καταπληκτική δουλειά με το σκάουτινγκ».
-Πιστεύατε στην αρχή της σεζόν αυτή την πορεία;
«Κάθε ομάδα ξεκινάει τη σεζόν με ελπίδες. Έτσι και εμείς. Δουλέψαμε σκληρά και θέλαμε το αποτέλεσμα που μας αναλογεί. Ο Θεός είναι στο πλευρό μας».
-Ποιος είναι ο καθοριστικός παράγοντας για τη φετινή εκκίνηση;
«Όλα μαζί. Η σκληρή δουλειά στην προετοιμασία, η ατομική δουλειά των παικτών, το ταλέντο, η τύχη, ο Θεός… όλα μαζί. Αισθανόμαστε ευλογημένοι που όλα μας πάνε καλά».
-Πως αντέδρασες στο άκουσμα του Περιστερίου του καλοκαίρι;
«Έπρεπε να τους αναζητήσω στο διαδίκτυο. Είδα πως ήταν στην Α2 με ρεκόρ 29-1. Κατάλαβα πως είναι ένας πρόγραμμα που ξέρει να κερδίζει. Έψαξα και για τους κόουτς και κατάλαβα πως έχει κερδίσει τον σεβασμό όλων. Χώρια που η ομάδα έχει πλούσια ιστορία. Ήταν μία τέλεια ιδέα και ένας τέλειος σκοπός να έρθω και να βοηθήσω».
Η Γκάνα, η φτώχεια και ο Μίμι Φαλκόνερ
«Ήταν δύσκολα. Φτωχικά. Η κατάσταση έχει βελτιωθεί. Αλλά όταν ήμουν παιδί ήταν δύσκολα. Είχαμε μόνο τη μητέρα μου. Μαζί με τους δύο αδερφούς και τη μία αδερφή μου. Μας μεγάλωνε μόνη της.
Τον πατέρα μου τον ήξερα, αλλά δεν ήταν στη ζωή μου. Χώρισαν… Η μητέρα μου ήταν δυνατή και είχε μία δυνατή οικογένεια. Έκανε ό,τι μπορούσε για να βάλει φαγητό στο τραπέζι μας. Τα αδέλφια μου ήταν οι πατρικές φιγούρες της ζωής μου. Μου έμαθαν όλα όσα ξέρω», τόνισε ο Μπεντίλ για τα παιδικά του χρόνια.
Και συνέχισε: «Μου λείπει η μητέρα μου. Η τελευταία φορά που την είδα ήταν πριν από έναν χρόνο. Αυτό το καλοκαίρι δεν κατάφερα να πάω στη Γκάνα. Έχει περάσει αρκετός καιρός. Τη λατρεύω και μου λείπει…».
Ο Μπεντίλ υποχρεώθηκε να ζει διαφορετικά από την ηλικία του. Υποχρεώθηκε να άγεται και να φέρεται σαν μεγάλος, ενώ ήταν παιδί: «Ήμουν ο αγαπημένος στη γειτονιά μου, όλοι με συμπαθούσαν και όλοι ήθελαν να με έχουν τριγύρω τους. Ίσως επειδή ήμουν αρκετά ώριμος για την ηλικία μου. Πάντα μου έδιναν την καλύτερη συμβουλή. Μου έλεγαν ότι με σκληρή δουλειά μπορώ να πετύχω τα πάντα».
Στην αρχή το μπάσκετμπολ δεν υπήρχε στα πλάνα του. Ο Μπεν Μπεντίλ έπαιζε βόλεϊ. Και μάλιστα ήταν εξαιρετικός σε αυτό!
«Το είχα επιλέξει με σκοπό να μπω στην ομάδα του στρατού. Και κατά συνέπεια στο στρατό. Είναι μία καλή δουλειά, η οποία μπορεί να δώσει τα ως προς το ζην. Αυτό ήταν το όνειρό μου. Ξαφνικά ανακάλυψα το μπάσκετ. Και αυτό αποδείχθηκε η πραγματική αγάπη μου», μας εκμυστηρεύτηκε.
Και μοιράστηκε με το Sportime.gr την απίθανη ιστορία πως… ερωτεύτηκε το μπάσκετμπολ.
«Ξεκίνησα στην ηλικία των 13 με 14 ετών. Ήμουν μεγάλος γι’ αυτό, αλλά το πήρα πολύ σοβαρά Στα 15 μου έφυγα για τις ΗΠΑ. Φίλε, ήμουν καταπληκτικός στο βόλεϊ.
Τα γήπεδα του βόλεϊ και του μπάσκετ, στη γειτονιά μου, ήταν δίπλα – δίπλα.
Εκεί μπήκε στη ζωή μου ο Μίμι (σ.σ.: Φαλκόνερ). Είναι μία πασίγνωστη φιγούρα στη Γκάνα. Επαιζε μπάσκετ και τον ήξερε όλος ο κόσμος.
Μία ημέρα ήρθε στη γειτονιά μου. Έγινε χαμός! Αναζητούσε έναν, για να συμπληρωθούν οι ομάδες και να παίξουν στο γήπεδο.
Πήγα εγώ. Δεν είχα μεγάλη ιδέα, αλλά ήμουν μαχητικός και πήρα πολλά ριμπάουντ. Ο Μίμι είναι μία ακόμη πατρική φιγούρα για εμένα. Αυτός με παρακίνησε να ασχοληθώ με το μπάσκετ.
Μόλις τελειώσαμε τον αγώνα με ρώτησε αν θέλω να ασχοληθώ σοβαρά. Και μου είπε πως την επόμενη ημέρα με περιμένει για να ξεκινήσουμε δουλειά. Ήμουν μαζί του και δούλευα κάθε ημέρα. Ήμουν με ένα τύπο που εμφανίζονταν όλη την ημέρα στην τηλεόραση. Μία γνωστή και σεβαστή από όλους φιγούρα. Ξέρεις, μία φορά έχει καρφώσει πάνω από ένα αυτοκίνητο…».
Η δεύτερη οικογένειά του
Η μετάβαση από τη Γκάνα στις ΗΠΑ ήταν… τρελή. Ένας άλλος κόσμος στα μάτια ενός ανθρώπου που είχε ζήσει και μεγαλώσει φτωχικά.
Στην αρχή ζούσε στο Πανεπιστήμιο. Και επειδή ήταν αλλοδαπός μαθητής, μπορούσε να μένει στην εστία όλον τον χρόνο. Στη ζωή του είχε μπει ο συμπαίκτης του και μετέπειτα αδελφός του, ο Όστιν Τάλμαν.
Θα φτάσουμε, όμως, εκεί λίγο αργότερα.
Πρώτα, ο Μπεντίλ θα μας εξηγήσει την πρώτη εμπειρία του από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
«Ήταν τρελό. Από το τίποτα, έφτασα να έχω τρία γεύματα την ημέρα. Ένας αθλητής πρέπει να τρώει καλά. Το φαγητό δεν μου άρεσε. Είχα συνηθίσει να τρώω οργανικά φαγητά και το επεξεργασμένο φαγητό δεν μου άρεσε.
“Μόνο 60 θα ακούσουν το όνομά τους. Αν είναι τυχεροί, τότε είναι και ευλογημένοι. Ήμουν ο πρώτος Γκανέζος που έγινε Draft. Ήταν απίστευτο”
Διάλεξα να πάρω ως κύριο μάθημα τα αγγλικά. Έπρεπε να τα μάθω. Στη Γκάνα μιλούσα. Βλέπεις, η αδερφή μου είναι δασκάλα. Και πάντα μου έλεγε ότι αν ήθελα κάτι, θα έπρεπε να το ζητάω στα αγγλικά.
Η αδερφή μου με έχει βοηθήσει πάρα πολύ. Τη θεωρώ ως τον καλύτερο μου φίλο.
Στην πατρίδα μου μιλούσαμε τα… σπασμένα αγγλικά, μικρές λέξεις, οι οποίες αντιστοιχούσαν περισσότερο σε σλανγκ. Και έτσι προσπαθούσα να βρω τις σωστές λέξεις, μας εξήγησε.
«Είναι αλήθεια πως πρωταρχικός στόχος σου, όταν πήγες στις ΗΠΑ, ήταν η μόρφωση και όχι το μπάσκετ;», τον ρωτήσαμε. Ιδού τι αποκρίθηκε.
«Ναι, είναι αλήθεια. Οι περισσότεροι γονείς θέλουν να δουν τα παιδιά τους γιατρούς ή δικηγόρους. Μία ημέρα θέλω να γίνω μπίζνες μάνατζερ. Και γι’ αυτό δουλεύω. Ξέρω ότι το μπάσκετ δεν θα υπάρχει για πάντα. Και πρέπει να είμαι έτοιμος».
Κεφάλαιο: Φαμίλια Τάλμαν
«Με δέχτηκαν σαν να είμαι δικό τους παιδί. Η Ούρσουλα έγινε η μαμά μου και ο Εριν ο μπαμπάς μου», επεσήμανε ο Μπεντίλ για την οικογένεια Τάλμαν, η οποία άνοιξε το σπιτικό της και τον υποδέχτηκε, έπειτα από λίγους μήνες στις ΗΠΑ.
«Μου συμπεριφερόντουσαν όπως στα παιδιά τους. Δεν είχα καμία ειδική μεταχείριση. Αν έκανα κάτι κακό, με αντιμετώπιζαν με τον ίδιο τρόπο. Μου έδιναν συμβουλές, με πήγαιναν στην προπόνηση και στους αγώνες. Και φρόντιζαν να είμαι στην ώρα μου. Είχαμε όλα όσα χρειαζόμασταν .Και αυτοί έκαναν θυσίες. Δεν με έκαναν να αμφισβητήσω ποτέ αυτό που έλεγαν. Με θεωρούσαν και ήμουν παιδί τους.
Και τα παιδιά τους, είναι τα αδέλφια μου. Κάπως έτσι έχω δύο οικογένειες: μία στη Γκάνα και μία στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Η ιστορία της κατάληξής του στο σπίτι των Τάλμαν είναι πραγματικά απίθανη. Διαβάστε και θα καταλάβετε:
«Βρέθηκε εκεί από τύχη. Ζούσα στο Πανεπιστήμιο. Μία ημέρα ο Όστιν μου είπε να πάω να μείνω στο σπίτι του για κάτι σαν ένα μεγάλο σαββατοκύριακο.
Το καλοκαίρι ήταν να μετακομίσω στο σπίτι του προπονητή μου. Όμως, ο Όστιν μου ζήτησε να μείνω με τον οικογένειά του. Αν φυσικά με βολεύει ο καναπές στο σαλόνι. Δεν το σκέφτηκα για πολύ».
-Τώρα που έφυγες από τις ΗΠΑ κρατάς επαφή μαζί τους;
«Όλη την ώρα. Χθες ήταν τα γενέθλια του αδελφού μου. Θέλω να έρθει στην Ελλάδα. Να είναι εδώ μαζί μου, τίποτα άλλο. Μου λείπουν και αυτοί πάρα πολύ».
-Υπάρχει και η ιστορία για την ημέρα που απέκτησες στο δικό σου δωμάτιο. Μπορείς να μας την αφηγηθείς;
«Στο παλιό σπίτι της οικογένειας τα δωμάτια ήταν μετρημένα. Ο Όστιν και ο Εϊ Τζέι είχαν τον δικό τους χώρο. Δεν υπολόγιζαν να αποκτήσουν και άλλο παιδί (σ.σ.: γέλια). Όταν μετακομίσαμε στο νέο σπίτι, είχα μόλις επιστρέψει για τις διακοπές των Χριστουγέννων. Πάνω κάτω τέτοια εποχή. Τους είπα ότι δεν με πειράζει να μείνω στο σαλόνι.
Όταν πήγα, μου ανέφεραν για ένα δωμάτιο, το οποίο είχε τα δώρα των Χριστουγέννων και δεν θα έπρεπε να πάω εκεί, γιατί ήταν έκπληξη για τον πατέρα μου.
Τελικά ήταν η δική μου έκπληξη. Το δικό μου δώρο. Το δικό μου δωμάτιο. Εκείνη την ημέρα έκλαιγα από τη χαρά μου».
Η μαγική βραδιά των Draft
Ο Μπεν Μπεντίλ επιλέχθηκε στο Νο51 από τους Μπόστον Σέλτικς στο Draft του 2016. Την ίδια βραδιά, όπου ο Μπεν Σίμονς της Φιλαντέλφια άκουσε πρώτος το όνομά του. Και ο Τζέιλεν Μπράουν τρίτος, ως η πρώτη επιλογή της Βοστόνης. Ένας από τους καλύτερους φίλους του Μπεντίλ, ο Κρις Νταν ήταν το Νο5 σε εκείνη την τάξη, με τους δύο να κρατούν ακόμη και σήμερα στενή επαφή.
Ο Μπεντίλ περίμενε υπομονετικά τη σειρά του. Άκουσε το όνομά του λίγο πριν το τέλος. Αλλά το άκουσε.
«Ήμουν ένα παιδί από πουθενά! Κανείς δεν με ήξερε. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα φτάσω μέχρι το NBA. Είχα την ευκαιρία μου.
Η οικογένειά μου δεν ζούσε σωστά, οπότε σκέφτηκα, γιατί όχι;Πολλοί παίκτες δηλώνουν συμμετοχή.
Μόνο 60 θα ακούσουν το όνομά τους. Αν είναι τυχεροί, τότε είναι και ευλογημένοι. Ήμουν ο πρώτος Γκανέζος που έγινε Draft. Ήταν απίστευτο.
Η μητέρα μου ήταν εκεί. Και έκλαιγε από χαρά. Ήταν τόσο περήφανη. Ένιωσα πως είχα καταφέρει κάτι σημαντικό. Της είπα πως δεν θα την απογοητεύσω για όλη τη σκληρή δουλειά που έκανε για να μεγαλώσει.
Ήταν δύσκολο να περιμένω να ακούσω το όνομά μου. Όταν έγινε, ανατρίχιασα. Λατρεύω τη χώρα μου και ήθελα να την τιμήσω.
Η κουλτούρα μου είναι σημαντική. Γι’ αυτό εκείνο το βράδυ φόρεσα μία μπλούζα από τη σειρά του Σερζ Ιμπάκα και πήγα το κοστούμι σε έναν ράφτη για να προσαρμόσει μερικά παραδοσιακά σχέδια. Είναι το αγαπημένο μου κομμάτι και το φυλάω στη ντουλάπα του σπιτιού».
Η ερώτηση για το ΝΒΑ έρχεται φυσιολογικά. «Θέλεις να επιστρέψεις εκεί;». Βλέπετε, έχει αφήσει κάτι μισοτελειωμένο.
«Είναι το όνειρό μου. Ανήκω εκεί και μπορώ να βρεθώ εκεί. Στη Βοστόνη ο Αϊζέια Τόμας μου έλεγε ότι η ευκαιρία θα έρθει. Αρκεί να βρίσκομαι στο σωστό σημείο, τη σωστή στιγμή. Αν δουλέψεις σκληρά και είσαι προετοιμασμένος, την αρπάζεις. Αυτή είναι η φιλοσοφία μου. Δεν έχω τίποτα δεδομένο, πέρα από τη σκληρή δουλειά. Μόνο ο Θεός ξέρει τι μπορεί να συμβεί. Όλοι έχουμε έναν προορισμό στη ζωή μας, ο δικός μου είναι το NBA. Απλά έχω διαλέξει μία διαφορετική οδό…».