Fortnite: Ένα παιχνίδι στο Play Station που έχει μπει για τα καλά στην ζωή μας.
Ειδικά οι μικρότερες ηλικίες καλώς ή κακώς έχουν αγαπήσει το συγκεκριμένο παιχνίδι, έχοντας υιοθετήσει στην καθημερινότητά τους αρκετές λέξης από την ορολογία του Fortnite.
Για να μην… παρακολουθείτε ως απλοί θεατές τους διαλόγους των νέων ακολουθούν μερικές λέξεις με την επεξήγησή τους.
Λουτάρω: Μαζεύω (εφοδιάζομαι) χρήσιμα πράγματα όπως όπλα, επιδέσμους κ.ο.κ.
Στην καθομιλουμένη όταν κάποιος πηγαίνει για ψώνια μπορεί να υποστηρίξει πως «λουτάρω» δηλαδή βρίσκει χρήσιμα πράγματα (π.χ. αντισηπτικά.
Λαγκάρω: Όταν κολλάει το παιχνίδι.
Στην καθομιλουμένη το «λαγκάρω – λαγκάρει» χρησιμοποιείται όταν για κάποιο λόγο δεν προχωράει μία διαδικασία.
Μένω στον κύκλο: Βρίσκομαι σε ένα ασφαλές σημείο εκτός της καταιγίδας (storm) που πλησιάζει.
Καμπερώνομαι: Κρύβομαι.
Η συγκεκριμένη λέξη προέρχεται από το αγγλικό camper.
Νοκάρω: Ρίχνω κάποιον κάτω.
Στην καθομιλουμένη θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως «η κρίση μας νόκαρε».
Κάνω edit: Αλλάζω μία προτέρα κατάσταση.
Ματς: Μαζεύω υλικά (π.χ. ξύλο, μέταλλο). Προσοχή μην το μπερδεύετε με το λουτάρω. Το λουτάρω σημαίνει μαζεύω «οπλισμό».
Σιλντς: Ενεργειακά ποτά που δημιουργούν ασπίδα κατά των κινδύνων.
Λιβάρω: Φεύγω από το παιχνίδι. Προφανώς και προέρχεται από την αγγλική λέξη leave.
Με έβγαλε κόμπλεξ: Όταν σε εκτελέσει κάποιος ενώ είσαι εμφανώς σε δυσχερέστερη θέση από αυτόν.
Στην καθομιλουμένη θα μπoρούσε να χρησιμοποιηθεί ως: «Με έβγαλαν κόμπλεξ τα νέα μέτρα της κυβέρνησης».
Σμέρφινγκ: Βρίσκω τρόπο ενώ είμαι καλύτερος παίκτης να παίξω σε πιο αδύναμους αντιπάλους για κερδίζω ευκολότερα τον αγώνα. Αυτό βέβαια στο παιχνίδι δεν επιτρέπεται.
Ριβάιβ: Όταν βοηθάω κάποιον να σηκωθεί στα πόδια του.
Ρεμπούτ: Αναγεννάω έναν παίκτη μου.
Ρισπόουν: Πεθαίνω στο παιχνίδι αλλά για λόγους εξάσκησης μπορώ να ξαναγεννηθώ.