
Το 2010 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου, (Μάγκες Πιάστε Τα Γιοφύρια (Εκδόσεις Καστανιώτης).
Ένα μικρό απόσπασμα από τον πρόλογο του σπουδαίου δημοσιογράφου, στιχουργού και συγγραφέα μας κατατοπίζει για το τραγούδι που έδωσε και τον τίτλο στην έκδοση.
Αναφέρει, μεταξύ άλλων ο Λευτέρης Παπαδόπουλος:
Πολύ αργά τη νύχτα, ή μάλλον πολύ νωρίς το πρωί, την ώρα που οι πενιές του μπουζουκιού ράγιζαν τους τοίχους και τα ζεϊμπέκικα δίνανε και παίρνανε στην πίστα, η Μαριώ η Σαλονικιά, με το μπεγλέρι της στο ένα χέρι και το άλλο χέρι στο μικρόφωνο, τραγουδούσε ύστερα από «γενική απαίτηση» στο Περιβόλι Τ’ Ουρανού, στην Πλάκα: Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια/ μπάτσοι κλάστε μας τ’ αρχίδια!
Γινόταν χαλασμός! Σηκωνόντουσαν απ’ τις θέσεις τους και χόρευαν δέκα-δώδεκα άντρες, μερικές φορές και γυναίκες, αυτό το τραγούδι το μόρτικο, που κανείς δεν ξέρει από πού ξεφύτρωσε, αλλά πάρα πολλοί το γουστάρουν, γιατί μιλάει απερίφραστα, βλάσφημα, για την αιώνια έχθρα του πολίτη με τον αστυνόμο.
Ρώτησα κάποια μέρα τη Μαριώ από ποιον έμαθε αυτό το τραγούδι και τίνος είναι.
«Τίνος είναι δεν ξέρω», μου απάντησε. «Εγώ το έμαθα από τον Χοντρονάκο, που δούλευα μαζί του στη Θεσσαλονίκη. Θα ήταν το 1969-΄70. Κι αυτός δεν ήξερε ποιος συνθέτης το είχε γράψει. […] Μα την εποχή αυτή, στην Ελλάδα είχαμε δικτατορία, και τραγούδια τέτοιου είδους αν σ’ ακούγανε να τα λες, θα σε στέλνανε στο φρέσκο. […] Εμένα θα στέλνανε στο φρέσκο; Ποιοι; Οι καραβανάδες; Εδώ κάνανε την πάπια μπροστά στην παλιά ρεμπέτισσα τη Λιλή, που έβριζε συνεχώς, καθώς βρισκόταν στο πατάρι κι άνοιγε και τα μπούτια τη ένα μέτρο, για να την βλέπουν από κάτω οι θαμώνες και να γλαρώνει –όσο γλάρωνε- το μάτι τους…»
Ρώτησα τον Παναγιώτη Κουνάδη, ξακουστό ρεμπετολόγο. Μου είπε:
«Δεν είναι ρεμπέτικο αυτό το τραγούδι. Δεν έχει φωνογραφηθεί. Θα είναι ένα απ’ αυτά τα τραγουδάκια της συμφοράς που μουρμουρίζανε καμιά φορά στους τεκέδες…»
Ότι δεν είναι ρεμπέτικο αυτό το τραγούδι μου το επισήμανε κατηγορηματικά και ο Πάνος Σαββόπουλος, που ασχολείται εδώ και χρόνια με τα τραγούδια αυτού του είδους. «Δεν υπάρχει ρεμπέτικο τραγούδι με βωμολοχίες», μου τόνισε. «Οι συνθέτες του ρεμπέτικου προσέχανε τους στίχους που χρησιμοποιούσαν …»
Ο γνωστός στιχουργός και συλλέκτης ρεμπέτικων Λευτέρης Χαψιάδης, όμως, έχει διαφορετική άποψη: «Είναι τραγούδι της φυλακής», μου υπογράμμισε, «το ‘λεγαν οι φυλακισμένοι. Όπως κα το άλλο: Μπάτσοι και χωροφυλάκοι/ μου ξυρίσαν το μουστάκι. Αυτά τα τραγουδάκια της φυλακής δεν κυκλοφορούσαν σε δίσκους. Διαδίδονταν από στόμα σε στόμα…»
Τείνω να δεχτώ την άποψη του Χαψιάδη*
*Ο Λευτέρης Χαψιάδης δεν είναι πια ανάμεσά μας