Πώς εξηγείται επιστημονικά το «μάτι»;
Υπάρχουν έρευνες που δείχνουν ότι οι άνθρωποι είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι στο να νιώθουν το βλέμμα των άλλων.
Το «μάτι» ή το «κακό μάτι» είναι μια λαϊκή δοξασία που υπάρχει σε πολλές κουλτούρες και αναφέρεται στην πεποίθηση ότι κάποιος μπορεί να προκαλέσει κακή τύχη ή ασθένεια σε ένα άλλο άτομο απλώς και μόνο κοιτάζοντάς το με ζήλια ή φθόνο.
Αν και η έννοια του «ματιού» δεν έχει επιστημονική βάση, υπάρχουν κάποιες ψυχολογικές και βιολογικές εξηγήσεις που μπορεί να σχετίζονται με το φαινόμενο:
Όταν κάποιος πιστεύει ότι έχει “ματιαστεί”, μπορεί να εμφανίσει πονοκεφάλους, αδυναμία, ζαλάδα ή δυσφορία λόγω αυθυποβολής (placebo/nocebo effect). Η ισχυρή πεποίθηση σε μια κατάρα μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο άγχος, το οποίο μπορεί να προκαλέσει πραγματικά ψυχοσωματικά συμπτώματα.
Η ιδέα ότι κάποιος μας «ζήλεψε» ή μας «φθονεί» μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα στρες και κορτιζόλης στο σώμα, οδηγώντας σε κόπωση, πονοκέφαλο ή ακόμα και γαστρεντερικά προβλήματα.
Σε κοινωνίες όπου η πίστη στο «μάτι» είναι ισχυρή, τα άτομα αποδίδουν ατυχίες ή ασθένειες σε αυτό αντί να αναζητήσουν άλλες αιτίες.
Οι άνθρωποι τείνουν να αποδίδουν τις συμπτώσεις σε εξωτερικές δυνάμεις (π.χ. κάποιος μας “μάτιασε”), ενώ στην πραγματικότητα οι ατυχίες είναι απλώς τυχαία γεγονότα ή αποτέλεσμα φυσικών αιτιών.
Υπάρχουν έρευνες που δείχνουν ότι οι άνθρωποι είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι στο να νιώθουν το βλέμμα των άλλων, ακόμα και αν δεν το αντιλαμβάνονται συνειδητά. Αυτό μπορεί να προκαλέσει δυσφορία ή άγχος, ειδικά αν το βλέμμα θεωρείται απειλητικό ή επικριτικό.
Το «μάτι» είναι μια πολιτισμική πεποίθηση χωρίς επιστημονική απόδειξη, αλλά τα συμπτώματα που συχνά συνδέονται με αυτό μπορούν να εξηγηθούν μέσα από ψυχολογικούς και βιολογικούς μηχανισμούς. Η δύναμη της αυθυποβολής και του κοινωνικού περιβάλλοντος παίζει σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση αυτής της δοξασίας.