Στις αρχές του 20ού αιώνα, το επάγγελμα του καπνοσυλλέκτη ήταν από τα πιο ιδιαίτερα στην Αθήνα. Οι καπνοσυλλέκτες περπατούσαν στους δρόμους, κυρίως γύρω από πολυσύχναστα καφενεία, πλατείες και δημόσιους χώρους, όπου υπήρχαν πολλά αποτσίγαρα πεταμένα από τους καπνιστές. Στόχος τους ήταν να συλλέξουν τον καπνό που δεν είχε καεί εντελώς. Αυτός ο καπνός θεωρούνταν πολύτιμος, καθώς ο καπνός ήταν ακριβός και η ανακύκλωση ήταν μια αναγκαιότητα για τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα.
Οι καπνοσυλλέκτες χρησιμοποιούσαν τα χέρια τους ή μικρά εργαλεία για να μαζέψουν τα αποτσίγαρα από τους δρόμους. Αφού τα συγκέντρωναν, επέστρεφαν στο σπίτι ή σε κάποιο μικρό εργαστήριο, όπου άρχιζαν να αφαιρούν τα καμένα άκρα των τσιγάρων και να συλλέγουν τον εναπομείναντα καπνό. Ο καπνός αυτός περνούσε από μία διαδικασία καθαρισμού και στη συνέχεια είτε πωλούνταν σε φτωχούς καπνιστές που δεν μπορούσαν να αγοράσουν καινούργιο καπνό, είτε αναμειγνυόταν με άλλους τύπους καπνού για να δημιουργηθεί ένα νέο προϊόν.
Το επάγγελμα του καπνοσυλλέκτη δεν ήταν ιδιαίτερα προσοδοφόρο. Οι εργαζόμενοι σε αυτόν τον τομέα έβγαζαν αρκετά για να καλύψουν τις καθημερινές τους ανάγκες, αλλά ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αποκτήσουν περιουσία ή να βελτιώσουν σημαντικά την οικονομική τους κατάσταση. Ο καπνός τότε ήταν ακριβός, γεγονός που καθιστούσε αυτή την πρακτική βιώσιμη για μια εποχή. Ωστόσο, με την ανάπτυξη της βιομηχανίας και την ευκολότερη πρόσβαση σε προϊόντα καπνού, το επάγγελμα του καπνοσυλλέκτη εξαφανίστηκε.